ὀρτυγοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρτῠγοκόπος''': -ον, ὁ παίζων τὴν ὀρτυγοκοπίαν, ὁ κτυπῶν τῷ δακτύλῳ τὸν ὄρτυγα, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Περιαλγεῖ» 4, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1297· - ἡ [[παιδιά]], ἡ καλουμένη, ὀρτυγοκοπία, περιγράφεται ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. Θ΄, 107· ῥῆμ. ὀρτυγοκοπέω, κτυπῶ τὸν ὄρτυγα τῷ δακτύλῳ καὶ [[ἐρεθίζω]] αὐτόν, [[αὐτόθι]], Πλούτ. 2. 34D· ὀρτυγοκοπικός, ή, όν, [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ ὀρτυγοκοπεῖν, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ. Πρβλ. [[στυφοκόπος]], καὶ ἴδε Φώτιον ἐν λέξ. [[ὀρτυγοκόπος]] καὶ ὀρτυγοκοπεῖν, ἐν αἷς περιγράφεται λεπτομερῶς ἡ [[παιδιά]].
|lstext='''ὀρτῠγοκόπος''': -ον, ὁ παίζων τὴν ὀρτυγοκοπίαν, ὁ κτυπῶν τῷ δακτύλῳ τὸν ὄρτυγα, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Περιαλγεῖ» 4, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1297· - ἡ [[παιδιά]], ἡ καλουμένη, ὀρτυγοκοπία, περιγράφεται ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. Θ΄, 107· ῥῆμ. ὀρτυγοκοπέω, κτυπῶ τὸν ὄρτυγα τῷ δακτύλῳ καὶ [[ἐρεθίζω]] αὐτόν, [[αὐτόθι]], Πλούτ. 2. 34D· ὀρτυγοκοπικός, ή, όν, [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ ὀρτυγοκοπεῖν, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ. Πρβλ. [[στυφοκόπος]], καὶ ἴδε Φώτιον ἐν λέξ. [[ὀρτυγοκόπος]] καὶ ὀρτυγοκοπεῖν, ἐν αἷς περιγράφεται λεπτομερῶς ἡ [[παιδιά]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui s’amuse à battre des cailles ; jeune désœuvré.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρτυξ]], [[κόπτω]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 387] ὁ, der Wachtelschläger, der das Spiel des Wachtelschlagens spielt, Ath. XI, 506 c, vgl. Schol. Ar. Av. 1297.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρτῠγοκόπος: -ον, ὁ παίζων τὴν ὀρτυγοκοπίαν, ὁ κτυπῶν τῷ δακτύλῳ τὸν ὄρτυγα, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Περιαλγεῖ» 4, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1297· - ἡ παιδιά, ἡ καλουμένη, ὀρτυγοκοπία, περιγράφεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Θ΄, 107· ῥῆμ. ὀρτυγοκοπέω, κτυπῶ τὸν ὄρτυγα τῷ δακτύλῳ καὶ ἐρεθίζω αὐτόν, αὐτόθι, Πλούτ. 2. 34D· ὀρτυγοκοπικός, ή, όν, ἔμπειρος εἰς τὸ ὀρτυγοκοπεῖν, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. Πρβλ. στυφοκόπος, καὶ ἴδε Φώτιον ἐν λέξ. ὀρτυγοκόπος καὶ ὀρτυγοκοπεῖν, ἐν αἷς περιγράφεται λεπτομερῶς ἡ παιδιά.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’amuse à battre des cailles ; jeune désœuvré.
Étymologie: ὄρτυξ, κόπτω.