στυφοκόπος

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠφοκόπος Medium diacritics: στυφοκόπος Low diacritics: στυφοκόπος Capitals: ΣΤΥΦΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: styphokópos Transliteration B: styphokopos Transliteration C: styfokopos Beta Code: stufoko/pos

English (LSJ)

ὁ, = ὀρτυγοκόπος, player of the game described by Phot., Suid. s.h.v., Ar.Av.1299 (στυφοκόμπου codd. and Sch., but cf. Poll.7.136, 9.107: Dionysius ap. Sch.Ar. read (or conjectured) ὀρτυγοκόμπου: στυφοκόμπος = ὁ μάχιμος ἀλεκτρυών acc. to Hsch.).

German (Pape)

[Seite 960] mit dem Stocke schlagend, wie man für das Vorige bei Ar. lesen will. Nach Poll. 7, 136 = ὀρτυγοκόπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui frappe avec un bâton.
Étymologie: στυφός, κόπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυφοκόπος -ου, ὁ [στυφός, κόπτω] harde tikker (bij het kwarteltikken, een spelletje waarbij een kwartel in een ring werd gezet en tikken kreeg, en degene die de kwartel had afgericht wedde dat hij in de ring zou blijven). Aristoph. Av. 1299.

Russian (Dvoretsky)

στῠφοκόπος: v.l. στῠφοκόμπος 2 ударивший палкой Arph.

Greek (Liddell-Scott)

στῠφοκόπος: -ον, (στύπος, κόπτω) ὁ κτυπῶν διὰ ξύλου· κεῖται ὡς τὸ ὀρτυγοκόπος, ἐπὶ τῆς ἀγαπητῆς τοῖς Ἀθηναίοις παιδιᾶς, ἥτις ἐκαλεῖτο ὀρτυγοκοπία, ἐν ᾗ ἔθετον ὄρτυγας ἐντὸς κύκλου τινὸς καὶ προσεπάθουν μὲ ξυλάρια νὰ τύψωσιν αὐτὰς κατὰ τὴν κεφαλήν· ἄν τις τῶν ὀρτύγων ἀπέφευγε τὸ κτύπημα καὶ ἐξήρχετο τοῦ κύκλου, ὁ ἐπιχειρήσας νὰ τύψῃ ἐθεωρεῖτο ἡττημένος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1299 (τὰ Ἀντίγραφα καὶ ὁ Σχολ. στυφοκόμπου, ἀλλὰ πρβλ. ὀρτυγοκόπος καὶ ἴδε Brunck. ἐν τόπῳ).

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στην κωμωδία) ο ορτυγοκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι) «κορμός» + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ορτυγοκόπος.

Greek Monotonic

στῠφοκόπος: -ον (στύπος, κόπτω), αυτός που χτυπάει με ραβδί· χρησιμοποιείται όπως το ὀρτυγοκόπος, σ' ένα παιχνίδι όπου έβαζαν μέσα σε κύκλο ορτύκια και τα χτυπούσαν με μικρά ραβδιά· εάν ένα ορτύκι απέφευγε το χτύπημα και έβγαινε από τον κύκλο, ο παίκτης που προσπάθησε να το χτυπήσει εθεωρείτο χαμένος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

στῠφο-κόπος, ον, στύπος, κόπτω
striking with a stick; used, like ὀρτυγοκόπος, of a game, in which they put quails in a ring, and hit them with little sticks; if a quail ran out of the ring, it was beaten, Ar.