Παλαίμων: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Πᾰλαίμων''': -ονος, ἀρσ. κύρ. [[ὄνομα]], ἐπώνυμον τοῦ Μελικέρτου υἱοῦ τῆς Ἰνοῦς, [[ὅστις]] ἐλατρεύετο ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο ὡς [[θαλάσσιος]] θεὸς προστάτης τῶν ναυαγῶν (πρβλ. Οὐεργιλ. Γεωργ. 1. 437, Αἰν. 5. 823), ἐν τῇ Λατ. λέγεται καὶ Portunus, Εὐρ. Ι. Τ. 271, Λυκόφρ. 228· [[ὡσαύτως]] ἐπώνυμον τοῦ Ἡρακλέους, ὁ αὐτ. 663, Ἡσύχ.· - Πᾰλαιμόνιον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Παλαίμονος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104. (Πιθαν. ἐκ τοῦ [[παλαίω]]). | |lstext='''Πᾰλαίμων''': -ονος, ἀρσ. κύρ. [[ὄνομα]], ἐπώνυμον τοῦ Μελικέρτου υἱοῦ τῆς Ἰνοῦς, [[ὅστις]] ἐλατρεύετο ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο ὡς [[θαλάσσιος]] θεὸς προστάτης τῶν ναυαγῶν (πρβλ. Οὐεργιλ. Γεωργ. 1. 437, Αἰν. 5. 823), ἐν τῇ Λατ. λέγεται καὶ Portunus, Εὐρ. Ι. Τ. 271, Λυκόφρ. 228· [[ὡσαύτως]] ἐπώνυμον τοῦ Ἡρακλέους, ὁ αὐτ. 663, Ἡσύχ.· - Πᾰλαιμόνιον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Παλαίμονος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104. (Πιθαν. ἐκ τοῦ [[παλαίω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ονος (ὁ) :<br />Palæmon :<br /><b>1</b> surn. de Mélikertès;<br /><b>2</b> surn. d’Héraklès.<br />'''Étymologie:''' [[παλαίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ονος, ὁ, Palaemon, a sea-god friendly to the shipwrecked, E.IT271, Lyc.229; also epith. of Heracles, Id.663, Hsch.: —hence Πᾰλαιμόνιον, τό,
A temple of Palaemon, IG4.203 (Corinth).
Greek (Liddell-Scott)
Πᾰλαίμων: -ονος, ἀρσ. κύρ. ὄνομα, ἐπώνυμον τοῦ Μελικέρτου υἱοῦ τῆς Ἰνοῦς, ὅστις ἐλατρεύετο ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦτο ὡς θαλάσσιος θεὸς προστάτης τῶν ναυαγῶν (πρβλ. Οὐεργιλ. Γεωργ. 1. 437, Αἰν. 5. 823), ἐν τῇ Λατ. λέγεται καὶ Portunus, Εὐρ. Ι. Τ. 271, Λυκόφρ. 228· ὡσαύτως ἐπώνυμον τοῦ Ἡρακλέους, ὁ αὐτ. 663, Ἡσύχ.· - Πᾰλαιμόνιον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Παλαίμονος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104. (Πιθαν. ἐκ τοῦ παλαίω).
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
Palæmon :
1 surn. de Mélikertès;
2 surn. d’Héraklès.
Étymologie: παλαίω.