παλίρρυτος: Difference between revisions
From LSJ
μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is
(6_16) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλίρρῠτος''': -ον, = [[παλίρροος]]· ἐν Σοφ. Ἠλ. 1420, ὁ Bothe διώρθωσε παλίρρυτον (ἀντὶ πολύρρυτον) κατ’ ἀνταπόδοσιν (πρβλ. ὑπεξαιτέω)· ἐν Φιλοξ. παρ’ Ἀθην. 643Β, - ὁ Meineke μελιρρύτοισι. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλίρρυτον. εἰς [[τοὐπίσω]] ἑλκόμενον». | |lstext='''πᾰλίρρῠτος''': -ον, = [[παλίρροος]]· ἐν Σοφ. Ἠλ. 1420, ὁ Bothe διώρθωσε παλίρρυτον (ἀντὶ πολύρρυτον) κατ’ ἀνταπόδοσιν (πρβλ. ὑπεξαιτέω)· ἐν Φιλοξ. παρ’ Ἀθην. 643Β, - ὁ Meineke μελιρρύτοισι. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλίρρυτον. εἰς [[τοὐπίσω]] ἑλκόμενον». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />(sang) versé par représailles.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[ῥύομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A = παλίρροος, π. αἷμα flowing in retribution, prob. for πολύρρυτον in S.El.1420(lyr.); π. παγαί, of honey, dub. in Philox.3.8 (μελιρρύτοισι Mein.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίρρῠτος: -ον, = παλίρροος· ἐν Σοφ. Ἠλ. 1420, ὁ Bothe διώρθωσε παλίρρυτον (ἀντὶ πολύρρυτον) κατ’ ἀνταπόδοσιν (πρβλ. ὑπεξαιτέω)· ἐν Φιλοξ. παρ’ Ἀθην. 643Β, - ὁ Meineke μελιρρύτοισι. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλίρρυτον. εἰς τοὐπίσω ἑλκόμενον».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(sang) versé par représailles.
Étymologie: πάλιν, ῥύομαι.