παναίολος: Difference between revisions
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(6_16) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰναίολος''': -ον, ἐπίθ. τοῦ ζωστῆρος, Ἰλ. Δ. 186, 215., Κ. 77., Ν. 552· τοῦ θώρακος Λ. 374· τοῦ σάκεος, Ν. 552, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 139· - σημαίνει ἢ τὸν πολυποίκιλον καὶ ἀπαστράπτοντα (οὕτω, π. οὐρανὸς Ὀρφ. Ὕμν. 4. 7), ἢ τὸν [[ὅλως]] ἐλαφρόν, τὸν εὐκόλως κινούμενον, ἴδε ἐν λέξ. [[αἰόλος]]. ΙΙ. μεταφορ., [[πολυειδής]], [[ποικίλος]], βάγματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 635. | |lstext='''πᾰναίολος''': -ον, ἐπίθ. τοῦ ζωστῆρος, Ἰλ. Δ. 186, 215., Κ. 77., Ν. 552· τοῦ θώρακος Λ. 374· τοῦ σάκεος, Ν. 552, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 139· - σημαίνει ἢ τὸν πολυποίκιλον καὶ ἀπαστράπτοντα (οὕτω, π. οὐρανὸς Ὀρφ. Ὕμν. 4. 7), ἢ τὸν [[ὅλως]] ἐλαφρόν, τὸν εὐκόλως κινούμενον, ἴδε ἐν λέξ. [[αἰόλος]]. ΙΙ. μεταφορ., [[πολυειδής]], [[ποικίλος]], βάγματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 635. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de couleurs, de ciselures <i>ou</i> de broderies tout à fait variées;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> aux sons variés de toutes sortes <i>en parl. de lamentations</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[αἰόλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A shot with many colours, glancing, ζωστήρ 4.186, 215, 10.77; θώρηξ 11.374; σάκος 13.552, Hes.Sc.139; star-spangled, π. οὐρανός Orph.H.4.7, Fr.238. II metaph., manifold, βάγματα A.Pers.636 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 456] (vgl. αἰόλος), ganz schimmernd, bunt, od. leicht beweglich, leicht zu tragen; ζωστήρ, Il. 4, 188, öfter; auch σάκος, 13, 552; Hes. Sc. 139; sp. D., κρητήρ, Orph. Arg. 582; bei Aesch. sind τὰ παναίολ' αἰανῆ βάγματα sehr mannigfaltige, Pers. 627.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰναίολος: -ον, ἐπίθ. τοῦ ζωστῆρος, Ἰλ. Δ. 186, 215., Κ. 77., Ν. 552· τοῦ θώρακος Λ. 374· τοῦ σάκεος, Ν. 552, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 139· - σημαίνει ἢ τὸν πολυποίκιλον καὶ ἀπαστράπτοντα (οὕτω, π. οὐρανὸς Ὀρφ. Ὕμν. 4. 7), ἢ τὸν ὅλως ἐλαφρόν, τὸν εὐκόλως κινούμενον, ἴδε ἐν λέξ. αἰόλος. ΙΙ. μεταφορ., πολυειδής, ποικίλος, βάγματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 635.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 de couleurs, de ciselures ou de broderies tout à fait variées;
2 fig. aux sons variés de toutes sortes en parl. de lamentations.
Étymologie: πᾶν, αἰόλος.