πεδότριψ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεδότριψ''': -ῐβος, ὁ, καὶ ἡ, ([[πέδη]], [[τρίβω]]) ὁ πολλοὺς χρόνους ἐν πέδαις γεγονώς, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν οὐδενὸς ἀξίων δούλων, Λουκ. τὰ πρὸς Κρόν. 8· - οὕτω, [[πέδων]], -ωνος, ὁ, Εὐστ. 1542. 48, «καὶ [[πέδων]], ὁ αὐτὸς καὶ [[ὀψιπέδων]]» Φώτ.· πρβλ. [[τριπέδων]], [[κέντρων]].
|lstext='''πεδότριψ''': -ῐβος, ὁ, καὶ ἡ, ([[πέδη]], [[τρίβω]]) ὁ πολλοὺς χρόνους ἐν πέδαις γεγονώς, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν οὐδενὸς ἀξίων δούλων, Λουκ. τὰ πρὸς Κρόν. 8· - οὕτω, [[πέδων]], -ωνος, ὁ, Εὐστ. 1542. 48, «καὶ [[πέδων]], ὁ αὐτὸς καὶ [[ὀψιπέδων]]» Φώτ.· πρβλ. [[τριπέδων]], [[κέντρων]].
}}
{{bailly
|btext=ιβος (ὁ, ἡ)<br />celui <i>ou</i> celle qui use les entraves (à force de les porter) <i>càd</i> mauvais esclave.<br />'''Étymologie:''' [[πέδη]], [[τρίβω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 542] ιβος, ὁ u. ἡ, die Fußfesseln abnutzend, komisch von nichtsnutzigen Sklaven, die oft in Fußfesseln stecken od. gefesselt zu werden verdienen, Luc. Saturn. 8; vgl. Moeris 331.

Greek (Liddell-Scott)

πεδότριψ: -ῐβος, ὁ, καὶ ἡ, (πέδη, τρίβω) ὁ πολλοὺς χρόνους ἐν πέδαις γεγονώς, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν οὐδενὸς ἀξίων δούλων, Λουκ. τὰ πρὸς Κρόν. 8· - οὕτω, πέδων, -ωνος, ὁ, Εὐστ. 1542. 48, «καὶ πέδων, ὁ αὐτὸς καὶ ὀψιπέδων» Φώτ.· πρβλ. τριπέδων, κέντρων.

French (Bailly abrégé)

ιβος (ὁ, ἡ)
celui ou celle qui use les entraves (à force de les porter) càd mauvais esclave.
Étymologie: πέδη, τρίβω.