ὑπερπλήρης: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερπλήρης''': -ες, πληρέστατος, Πλωτῖν. 5. 2, 1. Πρόκλ. κλπ. Ἐπίρρ., -ρως, Λειτουργία Ἰακώβου σ. 3Β. | |lstext='''ὑπερπλήρης''': -ες, πληρέστατος, Πλωτῖν. 5. 2, 1. Πρόκλ. κλπ. Ἐπίρρ., -ρως, Λειτουργία Ἰακώβου σ. 3Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />trop plein, tout rempli <i>ou</i> couvert de.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[πλήρης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A overfull, Plot.5.2.1, Jul.Or.4.140b, Procl.Inst. 131, Dam.Pr.307, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπλήρης: -ες, πληρέστατος, Πλωτῖν. 5. 2, 1. Πρόκλ. κλπ. Ἐπίρρ., -ρως, Λειτουργία Ἰακώβου σ. 3Β.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
trop plein, tout rempli ou couvert de.
Étymologie: ὑπέρ, πλήρης.