πέταλος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέτᾰλος''': Ἰων. [[πέτηλος]], -η, -ον, [[πλατύς]], πεπταμένος, Ἀνθ. Π. 9. 226· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ συνθέτ. [[ἐκπέταλος]]. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ζῴων, ὁ ἔχων πλήρη ἀνάπτυξιν, [[μέγας]], μόσχοι, Ἀθήν. 376Α· [[οὕτως]], ὗς πεταλὶς [[Ἀχαιός]], [[αὐτόθι]]· πρβλ. Ἡσύχ.
|lstext='''πέτᾰλος''': Ἰων. [[πέτηλος]], -η, -ον, [[πλατύς]], πεπταμένος, Ἀνθ. Π. 9. 226· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ συνθέτ. [[ἐκπέταλος]]. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ζῴων, ὁ ἔχων πλήρη ἀνάπτυξιν, [[μέγας]], μόσχοι, Ἀθήν. 376Α· [[οὕτως]], ὗς πεταλὶς [[Ἀχαιός]], [[αὐτόθι]]· πρβλ. Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> étendu et plat;<br /><b>2</b> développé, déjà grand (jeune animal);<br /><b>3</b> allongé (sur ses jambes).<br />'''Étymologie:''' R. Πετ, se déployer, cf. [[πετάννυμι]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 604] ion. πέτηλος, ausgebreitet, dah. breit, flach, πετάλας μάκωνος, Diod. Zon. 6 (IX, 226). – Uebertr. auch μόσχοι, mit Hörnern, die sich auseinander sperren, ausgewachsene Kälber, Ath. IX, 376 a; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πέτᾰλος: Ἰων. πέτηλος, -η, -ον, πλατύς, πεπταμένος, Ἀνθ. Π. 9. 226· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ συνθέτ. ἐκπέταλος. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ζῴων, ὁ ἔχων πλήρη ἀνάπτυξιν, μέγας, μόσχοι, Ἀθήν. 376Α· οὕτως, ὗς πεταλὶς Ἀχαιός, αὐτόθι· πρβλ. Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 étendu et plat;
2 développé, déjà grand (jeune animal);
3 allongé (sur ses jambes).
Étymologie: R. Πετ, se déployer, cf. πετάννυμι.