πολύαρνος: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύαρνος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ἀρνία ἢ πρόβατα, [[πλούσιος]] εἰς ποίμνια, ἑτερόκλ. δοτ. πολύαρνι Ἰλ. 2. 106· ἴδε [[πολύρρηνος]].
|lstext='''πολύαρνος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ἀρνία ἢ πρόβατα, [[πλούσιος]] εἰς ποίμνια, ἑτερόκλ. δοτ. πολύαρνι Ἰλ. 2. 106· ἴδε [[πολύρρηνος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />riche en troupeaux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἀρήν]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 659] viele Lämmer oder Schaafe habend, ist auch nur angenommen zu dem Vorigen, wie πολυάρην.)

Greek (Liddell-Scott)

πολύαρνος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ἀρνία ἢ πρόβατα, πλούσιος εἰς ποίμνια, ἑτερόκλ. δοτ. πολύαρνι Ἰλ. 2. 106· ἴδε πολύρρηνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
riche en troupeaux.
Étymologie: πολύς, ἀρήν.