ποτήριον: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτήριον''': τό, ὡς καὶ νῦν, Ἀκλαῖ. 52, Σαπφὼ 72, Ἡρόδ. 2. 37., 3. 148, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 120, 237, κ. ἀλλ.· οὔποτ’ ἐκ ταὐτοῦ μεθ’ ἡμῶν πίεται π. [[αὐτόθι]] 1289· π. ἀργυρᾶ, χρυσᾶ Συλλ. Ἐπιγρ. 138. 7, 19, 27, κ. ἀλλ.· κεραμεᾶ Κτησ. παρ’ Ἀθην. 464Α, κτλ. 2) τὸ [[ποτήριον]] τῆς εὐχαριστίας, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ια΄, 15 κἑξ., Ἐκκλ. ΙΙ. [[εἶδος]] θάμνου, Astragalus poterium, Διοσκ. 3. 15, Πλίν. 25. 76, κτλ.
|lstext='''ποτήριον''': τό, ὡς καὶ νῦν, Ἀκλαῖ. 52, Σαπφὼ 72, Ἡρόδ. 2. 37., 3. 148, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 120, 237, κ. ἀλλ.· οὔποτ’ ἐκ ταὐτοῦ μεθ’ ἡμῶν πίεται π. [[αὐτόθι]] 1289· π. ἀργυρᾶ, χρυσᾶ Συλλ. Ἐπιγρ. 138. 7, 19, 27, κ. ἀλλ.· κεραμεᾶ Κτησ. παρ’ Ἀθην. 464Α, κτλ. 2) τὸ [[ποτήριον]] τῆς εὐχαριστίας, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ια΄, 15 κἑξ., Ἐκκλ. ΙΙ. [[εἶδος]] θάμνου, Astragalus poterium, Διοσκ. 3. 15, Πλίν. 25. 76, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />vase à boire, coupe.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ποτήρ]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτήριον Medium diacritics: ποτήριον Low diacritics: ποτήριον Capitals: ΠΟΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: potḗrion Transliteration B: potērion Transliteration C: potirion Beta Code: poth/rion

English (LSJ)

τό,

   A drinking-cup, wine-cup, Alc.52, Sapph.Supp.20a.10, Hdt.2.37, 3.148, Ar.Eq.120, 237, etc.; οὔποτ' ἐκ ταὐτοῦ μεθ' ἡμῶν πίεται π. ib.1289; π. ἀργυρᾶ IG12.232, al.; κεραμεᾶ Ath.11.464a, etc.    2 the Cup in the Eucharist, 1 Ep.Cor.11.25 sq.    3 jar, Gal.13.385.    4 receptacle for offerings in temples, PTeb.6.27 (pl., ii B. C.).    II absorbent preparation, Gal.13.258, Alex.Trall.10 (pl.).    III v. ποτίρριον.

German (Pape)

[Seite 689] τό, neutr. von ποτήριος; – 1) Trinkgefäß, Becher; nach Ath. XI, 459 c zuerst Simonds ἐν ἰάμβοις, wo noch mehr Beispiele angeführt sind; Ar. Equ. 120. 237, Her. 7, 119 u. A., bes. Luc. u. Plut. – 2) eine strauchartige Pflanze, Diosc., astragalus poterium Linn.

Greek (Liddell-Scott)

ποτήριον: τό, ὡς καὶ νῦν, Ἀκλαῖ. 52, Σαπφὼ 72, Ἡρόδ. 2. 37., 3. 148, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 120, 237, κ. ἀλλ.· οὔποτ’ ἐκ ταὐτοῦ μεθ’ ἡμῶν πίεται π. αὐτόθι 1289· π. ἀργυρᾶ, χρυσᾶ Συλλ. Ἐπιγρ. 138. 7, 19, 27, κ. ἀλλ.· κεραμεᾶ Κτησ. παρ’ Ἀθην. 464Α, κτλ. 2) τὸ ποτήριον τῆς εὐχαριστίας, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ια΄, 15 κἑξ., Ἐκκλ. ΙΙ. εἶδος θάμνου, Astragalus poterium, Διοσκ. 3. 15, Πλίν. 25. 76, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase à boire, coupe.
Étymologie: dim. de ποτήρ.