προσαναδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσαναδίδωμι''': δίδω ἢ [[διανέμω]] [[προσέτι]], προσανέδωκε κλίμακας πλείους τῶν πρότερον Πολύβ. 10. 14, 3, Πλούτ. 2. 241F.
|lstext='''προσαναδίδωμι''': δίδω ἢ [[διανέμω]] [[προσέτι]], προσανέδωκε κλίμακας πλείους τῶν πρότερον Πολύβ. 10. 14, 3, Πλούτ. 2. 241F.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσαναδώσω, <i>ao.</i> προσανέδωκα, <i>etc.</i><br />présenter en outre, remettre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀναδίδωμι]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναδίδωμι Medium diacritics: προσαναδίδωμι Low diacritics: προσαναδίδωμι Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: prosanadídōmi Transliteration B: prosanadidōmi Transliteration C: prosanadidomi Beta Code: prosanadi/dwmi

English (LSJ)

   A distribute or give out besides, Plb. 10.14.3; τινὶ τὴν ἀσπίδα Plu.2.241f.

German (Pape)

[Seite 749] (s. δίδωμι), dazu od. dabei in die Höhe geben, hinausreichen, Sp.; dazu vertheilen, Pol. 10, 14, 3.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναδίδωμι: δίδω ἢ διανέμω προσέτι, προσανέδωκε κλίμακας πλείους τῶν πρότερον Πολύβ. 10. 14, 3, Πλούτ. 2. 241F.

French (Bailly abrégé)

f. προσαναδώσω, ao. προσανέδωκα, etc.
présenter en outre, remettre.
Étymologie: πρός, ἀναδίδωμι.