πρόχρονος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόχρονος''': -ον, ὁ τῶν προτέρων χρόνων, εἰς προτέρους χρόνους ἀνήκων, πράγματα Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80. | |lstext='''πρόχρονος''': -ον, ὁ τῶν προτέρων χρόνων, εἰς προτέρους χρόνους ἀνήκων, πράγματα Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />antérieur.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[χρόνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A anticipatory, πράγματα μετάχρονα ἢ π. Luc.Salt.80.
German (Pape)
[Seite 800] vorausgehend in der Zeit, aus voriger Zeit, Luc. de salt. 80.
Greek (Liddell-Scott)
πρόχρονος: -ον, ὁ τῶν προτέρων χρόνων, εἰς προτέρους χρόνους ἀνήκων, πράγματα Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.