προσπορίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσπορίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[πορίζω]] [[προσέτι]], Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 5, Δημ. 48. 9. 2) ἐν τῇ λογικῇ [[λαμβάνω]] ὡς δεδομένον [[προσέτι]], Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 5, 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσπορισθέν· ἐπινοηθέν», καὶ κατὰ Σουΐδ. καὶ Φώτ.: «προσπορισθέν· ἐπινοηθέν, προσοδευθέν».
|lstext='''προσπορίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[πορίζω]] [[προσέτι]], Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 5, Δημ. 48. 9. 2) ἐν τῇ λογικῇ [[λαμβάνω]] ὡς δεδομένον [[προσέτι]], Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 5, 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσπορισθέν· ἐπινοηθέν», καὶ κατὰ Σουΐδ. καὶ Φώτ.: «προσπορισθέν· ἐπινοηθέν, προσοδευθέν».
}}
{{bailly
|btext=procurer <i>ou</i> fournir [en outre], acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πορίζω]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπορίζω Medium diacritics: προσπορίζω Low diacritics: προσπορίζω Capitals: ΠΡΟΣΠΟΡΙΖΩ
Transliteration A: prosporízō Transliteration B: prosporizō Transliteration C: prosporizo Beta Code: prospori/zw

English (LSJ)

Att. fut. -ιῶ,

   A procure or supply besides, X.Mem.3.6.5, D.4.29; αὐτοὶ παρ' αὑτῶν ἕτερα (sc. κακά) -πορίζομεν Men.534.8; π. τινὶ τὴν ἀγωγὴν καὶ ἐνοχήν acquire for one the actio and obligatio of the transaction, POxy.133.6 (vi A.D.):—Pass., Aen.Tact.11.3 (sed leg. προπ-) ; τὰ -ιζόμενα ἐκ τοῦ λουτροῦ the income from... PFlor.384.35 (v A.D.).    2 Math., add, in Pass., Arist.Mete.376a14, Iamb. in Nic.p.47P.

German (Pape)

[Seite 779] noch dazu verschaffen; Xen. Mem. 3, 6, 5; προσποριεῖ τὰ λοιπὰ αὐτὸ τὸ στράτευμα ἀπὸ τοῦ πολέμου, Dem. 4, 29, – in der Dialektik = im Beweise eines Lehrsatzes aus dem Bewiesenen folgern und dazunehmen, wie adsumere, Arist. meteorl. 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

προσπορίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, πορίζω προσέτι, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 5, Δημ. 48. 9. 2) ἐν τῇ λογικῇ λαμβάνω ὡς δεδομένον προσέτι, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 5, 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσπορισθέν· ἐπινοηθέν», καὶ κατὰ Σουΐδ. καὶ Φώτ.: «προσπορισθέν· ἐπινοηθέν, προσοδευθέν».

French (Bailly abrégé)

procurer ou fournir [en outre], acc..
Étymologie: πρός, πορίζω.