ῥυθμικός: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥυθμικός''': -ή, -όν, ὁ ἐν ῥυθμῷ ἢ κατὰ ῥυθμὸν γινόμενος, [[κίνησις]] Πλάτ. Πολιτικ. 307Α, κτλ.: ἐπὶ ἀνθρώπου, Πλούτ. 2. 1014C. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ῥυθμόν, [[αὐτόθι]] 1138Β. 1144C· ἡ ῥ. [[λέξις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ἡ πεζή, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 41· ὁ [[ῥυθμικός]], ὁ τῆς ῥυθμικῆς, [[ἔμπειρος]], [[αὐτόθι]] 17. - Ἐπίρρ. ῥυθμικῶς, σὺν ῥυθμῷ, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφ.
|lstext='''ῥυθμικός''': -ή, -όν, ὁ ἐν ῥυθμῷ ἢ κατὰ ῥυθμὸν γινόμενος, [[κίνησις]] Πλάτ. Πολιτικ. 307Α, κτλ.: ἐπὶ ἀνθρώπου, Πλούτ. 2. 1014C. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ῥυθμόν, [[αὐτόθι]] 1138Β. 1144C· ἡ ῥ. [[λέξις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ἡ πεζή, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 41· ὁ [[ῥυθμικός]], ὁ τῆς ῥυθμικῆς, [[ἔμπειρος]], [[αὐτόθι]] 17. - Ἐπίρρ. ῥυθμικῶς, σὺν ῥυθμῷ, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne le rythme;<br /><b>2</b> qui se conforme au rythme : ῥυθμικὸς [[ἀνήρ]] PLUT homme habile à rythmer.<br />'''Étymologie:''' [[ῥυθμός]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 850] nach dem Zeitmaaß, Ebenmaaß gemacht, geordnet, taktmäßig, rhythmisch, κίνησις Plat. Polit. 307 a, u. Sp., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ῥυθμικός: -ή, -όν, ὁ ἐν ῥυθμῷ ἢ κατὰ ῥυθμὸν γινόμενος, κίνησις Πλάτ. Πολιτικ. 307Α, κτλ.: ἐπὶ ἀνθρώπου, Πλούτ. 2. 1014C. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ῥυθμόν, αὐτόθι 1138Β. 1144C· ἡ ῥ. λέξις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ἡ πεζή, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 41· ὁ ῥυθμικός, ὁ τῆς ῥυθμικῆς, ἔμπειρος, αὐτόθι 17. - Ἐπίρρ. ῥυθμικῶς, σὺν ῥυθμῷ, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le rythme;
2 qui se conforme au rythme : ῥυθμικὸς ἀνήρ PLUT homme habile à rythmer.
Étymologie: ῥυθμός.