συμπαρακαλέω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπαρακᾰλέω''': μέλλ. -έσω, καλῶ ἐπί τι ἢ παρακινῶ [[ὁμοῦ]], ἐπὶ συμμαχίαν Πλάτ. Πολ. 555Α· προσκαλῶ συγχρόνως, εἰς τὴν θήραν Ξεν. Κύρ. 8. 1, 38· ἐπικαλοῦμαι [[προσέτι]], συμπαρεκάλει δὲ καὶ ἥρωας γῆς Μηδίας οἰκήτορας καὶ κηδεμόνας [[αὐτόθι]] 3. 3, 21· μετ’ ἀπαρ., θεοῖς οὓς [[κἀγὼ]] συμπαρακαλῶ σῶσαι τὴν πατρίδα Δείναρχ. 98. 28. ΙΙ. προσκαλῶ συγχρόνως, συμπαρεκάλεσαν δὲ καὶ ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 13.
|lstext='''συμπαρακᾰλέω''': μέλλ. -έσω, καλῶ ἐπί τι ἢ παρακινῶ [[ὁμοῦ]], ἐπὶ συμμαχίαν Πλάτ. Πολ. 555Α· προσκαλῶ συγχρόνως, εἰς τὴν θήραν Ξεν. Κύρ. 8. 1, 38· ἐπικαλοῦμαι [[προσέτι]], συμπαρεκάλει δὲ καὶ ἥρωας γῆς Μηδίας οἰκήτορας καὶ κηδεμόνας [[αὐτόθι]] 3. 3, 21· μετ’ ἀπαρ., θεοῖς οὓς [[κἀγὼ]] συμπαρακαλῶ σῶσαι τὴν πατρίδα Δείναρχ. 98. 28. ΙΙ. προσκαλῶ συγχρόνως, συμπαρεκάλεσαν δὲ καὶ ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 13.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> exhorter ensemble;<br /><b>2</b> inviter en même temps, acc.;<br /><b>3</b> demander <i>ou</i> réclamer en même temps, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρακαλέω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρακᾰλέω Medium diacritics: συμπαρακαλέω Low diacritics: συμπαρακαλέω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΚΑΛΕΩ
Transliteration A: symparakaléō Transliteration B: symparakaleō Transliteration C: symparakaleo Beta Code: sumparakale/w

English (LSJ)

   A call upon or exhort together, ἐπὶ συμμαχίαν Pl.R. 555a; invite at the same time, εἰς τὴν θήραν X.Cyr.8.1.38; ἥρωας σ. οἰκήτορας invite them as... ib.3.3.21; c. inf., σῶσαι Din.1.65; summon at the same time, ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις X.HG4.8.13.

German (Pape)

[Seite 984] (s. καλέω), mit zurufen, herbeirufen; ἐπὶ ξυμμαχίαν, Plat. Rep. VIII, 555 a; ἥρωας, Xen. Cyr. 3, 3, 21; εἴς τι, 8, 1, 38; ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις, Hell. 4, 8, 13; ermahnen, τινὶ τὰς δυνάμεις, Pol. 5, 83, 3.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρακᾰλέω: μέλλ. -έσω, καλῶ ἐπί τι ἢ παρακινῶ ὁμοῦ, ἐπὶ συμμαχίαν Πλάτ. Πολ. 555Α· προσκαλῶ συγχρόνως, εἰς τὴν θήραν Ξεν. Κύρ. 8. 1, 38· ἐπικαλοῦμαι προσέτι, συμπαρεκάλει δὲ καὶ ἥρωας γῆς Μηδίας οἰκήτορας καὶ κηδεμόνας αὐτόθι 3. 3, 21· μετ’ ἀπαρ., θεοῖς οὓς κἀγὼ συμπαρακαλῶ σῶσαι τὴν πατρίδα Δείναρχ. 98. 28. ΙΙ. προσκαλῶ συγχρόνως, συμπαρεκάλεσαν δὲ καὶ ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 13.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 exhorter ensemble;
2 inviter en même temps, acc.;
3 demander ou réclamer en même temps, acc..
Étymologie: σύν, παρακαλέω.