συζάω: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(6_8) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συζάω''': ζῶ μετά τινος, χαλεπὴ συζῆν Πλάτ. Πολιτ. 302Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 6, 1., 9. 9, 10, κ. ἀλλ.· [[μετὰ]] δοτ. προσ., σ. τινι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 231b, Δημ. 363. 4· μετά τινος Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 3, 4· [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., σ. φιλοπραγμοσύνῃ, [[διέρχομαι]] τὴν ζωήν μου ἐν πολυπραγμοσύνῃ, ἀναμιγνυόμενος εἰς ὑποθέσεις, Δημ. 13. 10· βίῳ αὐχμηρῷ σ. Λουκ. περὶ Ὀρχ. 1· [[ἀλλά]], [[θηρίον]] ὕδατι συζῶν, ζῶν ἐν τῷ ὕδατι, Αἰσχύλ. (;) ἐν Α. Β. 5. 2) ἀπολ., ζῶ [[ὁμοῦ]], συζῶ, Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 3, πρβλ. 3. 9, 13, Ἠθ. Νικ. 8, 3, 5· οἱ συζῶντες [[αὐτόθι]] 8. 5, 1. | |lstext='''συζάω''': ζῶ μετά τινος, χαλεπὴ συζῆν Πλάτ. Πολιτ. 302Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 6, 1., 9. 9, 10, κ. ἀλλ.· [[μετὰ]] δοτ. προσ., σ. τινι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 231b, Δημ. 363. 4· μετά τινος Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 3, 4· [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., σ. φιλοπραγμοσύνῃ, [[διέρχομαι]] τὴν ζωήν μου ἐν πολυπραγμοσύνῃ, ἀναμιγνυόμενος εἰς ὑποθέσεις, Δημ. 13. 10· βίῳ αὐχμηρῷ σ. Λουκ. περὶ Ὀρχ. 1· [[ἀλλά]], [[θηρίον]] ὕδατι συζῶν, ζῶν ἐν τῷ ὕδατι, Αἰσχύλ. (;) ἐν Α. Β. 5. 2) ἀπολ., ζῶ [[ὁμοῦ]], συζῶ, Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 3, πρβλ. 3. 9, 13, Ἠθ. Νικ. 8, 3, 5· οἱ συζῶντες [[αὐτόθι]] 8. 5, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> συζήσομαι, <i>etc.</i><br />vivre ensemble, vivre avec : τινι, [[μετά]] τινος avec qqn ; <i>fig.</i> vivre avec (une habitude, une passion, <i>etc.</i>) τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ζάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 972] (s. ζάω), mit-, zusammenleben; auch θηρίον ὕδατι συζῶν, im Wasser lebend, Aesch. frg. in B. A. 5, 21; Plat. Polit. 302 b; sein Leben wobei zubringen, φιλοπραγμοσύνῃ χρῆσθαι καὶ συζῆν, Dem. 1, 14; πενίᾳ, Alciphr. 1, 8.
Greek (Liddell-Scott)
συζάω: ζῶ μετά τινος, χαλεπὴ συζῆν Πλάτ. Πολιτ. 302Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 6, 1., 9. 9, 10, κ. ἀλλ.· μετὰ δοτ. προσ., σ. τινι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 231b, Δημ. 363. 4· μετά τινος Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 3, 4· μετὰ δοτ. πράγμ., σ. φιλοπραγμοσύνῃ, διέρχομαι τὴν ζωήν μου ἐν πολυπραγμοσύνῃ, ἀναμιγνυόμενος εἰς ὑποθέσεις, Δημ. 13. 10· βίῳ αὐχμηρῷ σ. Λουκ. περὶ Ὀρχ. 1· ἀλλά, θηρίον ὕδατι συζῶν, ζῶν ἐν τῷ ὕδατι, Αἰσχύλ. (;) ἐν Α. Β. 5. 2) ἀπολ., ζῶ ὁμοῦ, συζῶ, Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 3, πρβλ. 3. 9, 13, Ἠθ. Νικ. 8, 3, 5· οἱ συζῶντες αὐτόθι 8. 5, 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. συζήσομαι, etc.
vivre ensemble, vivre avec : τινι, μετά τινος avec qqn ; fig. vivre avec (une habitude, une passion, etc.) τινι.
Étymologie: σύν, ζάω.