συνεισπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεισπέμπω''': μέλλ. -ψω, [[εἰσπέμπω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, [[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς διώρθωσε: [[συνεκπέμπω]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12, 43, ἴδε σημ. Κοραῆ (σ. 332 ἐν τέλει), ἴδε καὶ Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.
|lstext='''συνεισπέμπω''': μέλλ. -ψω, [[εἰσπέμπω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, [[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς διώρθωσε: [[συνεκπέμπω]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12, 43, ἴδε σημ. Κοραῆ (σ. 332 ἐν τέλει), ἴδε καὶ Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.
}}
{{bailly
|btext=envoyer qqe part avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἰσπέμπω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισπέμπω Medium diacritics: συνεισπέμπω Low diacritics: συνεισπέμπω Capitals: ΣΥΝΕΙΣΠΕΜΠΩ
Transliteration A: syneispémpō Transliteration B: syneispempō Transliteration C: syneispempo Beta Code: suneispe/mpw

English (LSJ)

   A send into along with, Ael.VH12.43codd.

German (Pape)

[Seite 1011] mit hineinschicken, Ael. H. A. 12, 43.

Greek (Liddell-Scott)

συνεισπέμπω: μέλλ. -ψω, εἰσπέμπω ὁμοῦ μετά τινος, ἔνθα ὁ Κοραῆς διώρθωσε: συνεκπέμπω, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12, 43, ἴδε σημ. Κοραῆ (σ. 332 ἐν τέλει), ἴδε καὶ Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

envoyer qqe part avec.
Étymologie: σύν, εἰσπέμπω.