συνθάπτω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνθάπτω''': [[θάπτω]] μετ’ ἄλλου, [[θάπτω]] [[ὁμοῦ]], ἢν μή τις [[ἄλλος]] τόνδε συνθάπτειν θέλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 1027, Σοφ. Αἴ. 1378, Εὐριπ., Πλάτ., κλπ.· [[κόσμος]] γ’ ἕτοιμος ᾧ σφε συνθάψει [[πόσις]] Εὐρ. Ἄλκ. 149, κτλ. ― Παθ., θάπτομαι [[ὁμοῦ]] ἢ μετά τινος, τινι, Ἡρόδ. 5. 5, Θουκ. 1. 8, Πλάτ., κλπ.
|lstext='''συνθάπτω''': [[θάπτω]] μετ’ ἄλλου, [[θάπτω]] [[ὁμοῦ]], ἢν μή τις [[ἄλλος]] τόνδε συνθάπτειν θέλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 1027, Σοφ. Αἴ. 1378, Εὐριπ., Πλάτ., κλπ.· [[κόσμος]] γ’ ἕτοιμος ᾧ σφε συνθάψει [[πόσις]] Εὐρ. Ἄλκ. 149, κτλ. ― Παθ., θάπτομαι [[ὁμοῦ]] ἢ μετά τινος, τινι, Ἡρόδ. 5. 5, Θουκ. 1. 8, Πλάτ., κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ensevelir avec : τινά τινι une personne avec une autre ; τινα ensevelir qqn avec (d’autres).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θάπτω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθάπτω Medium diacritics: συνθάπτω Low diacritics: συνθάπτω Capitals: ΣΥΝΘΑΠΤΩ
Transliteration A: syntháptō Transliteration B: synthaptō Transliteration C: synthapto Beta Code: sunqa/ptw

English (LSJ)

   A bury together, join in burying, τινα A.Th.1032, S.Aj. 1378, E.Hel.1545, Pl.Lg.909c, etc.; τινά τινι one with another, E. Alc.149, Demad.13, IG14.943 (Ostia):—Pass., to be buried with, τῷ ἀνδρί Hdt.5.5, cf. Th.1.8; συνετάφη τοῖς σώμασιν ἡ ἐλευθερία Lycurg. 50; συνετάφημεν [τῷ Χριστῷ] διὰ τοῦ βαπτίσματος Ep.Rom.6.4.

Greek (Liddell-Scott)

συνθάπτω: θάπτω μετ’ ἄλλου, θάπτω ὁμοῦ, ἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 1027, Σοφ. Αἴ. 1378, Εὐριπ., Πλάτ., κλπ.· κόσμος γ’ ἕτοιμος ᾧ σφε συνθάψει πόσις Εὐρ. Ἄλκ. 149, κτλ. ― Παθ., θάπτομαι ὁμοῦ ἢ μετά τινος, τινι, Ἡρόδ. 5. 5, Θουκ. 1. 8, Πλάτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ensevelir avec : τινά τινι une personne avec une autre ; τινα ensevelir qqn avec (d’autres).
Étymologie: σύν, θάπτω.