ὑαλοειδής: Difference between revisions
μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑᾰλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ὕαλον, [[διαφανής]], χυμὸς Πραξαγ. παρὰ Γαλην.· [[ἥλιος]] Φιλόλ. παρὰ Πλουτ. 2. 890Α· ὁ ὑαλ. χιτὼν ὀφθαλμοῦ, ὁ [[τρίτος]] χιτὼν τοῦ ὀφθαλμοῦ ὃς καὶ φακοειδὴς καὶ κρυσταλλοειδὴς λέγεται ὑπὸ τῶν ἰατρῶν, [[Πολυδ]]. Β΄, 71. 2) ὁ ὑαλ. [[λίθος]], πολύτιμός τις [[λίθος]], τὸ νῦν καλούμενον τοπάζιον, Θεοφρ. περὶ Λίθων 30, πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 277. [Ἴδε [[ὕαλος]] ἐν τέλει]. | |lstext='''ὑᾰλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ὕαλον, [[διαφανής]], χυμὸς Πραξαγ. παρὰ Γαλην.· [[ἥλιος]] Φιλόλ. παρὰ Πλουτ. 2. 890Α· ὁ ὑαλ. χιτὼν ὀφθαλμοῦ, ὁ [[τρίτος]] χιτὼν τοῦ ὀφθαλμοῦ ὃς καὶ φακοειδὴς καὶ κρυσταλλοειδὴς λέγεται ὑπὸ τῶν ἰατρῶν, [[Πολυδ]]. Β΄, 71. 2) ὁ ὑαλ. [[λίθος]], πολύτιμός τις [[λίθος]], τὸ νῦν καλούμενον τοπάζιον, Θεοφρ. περὶ Λίθων 30, πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 277. [Ἴδε [[ὕαλος]] ἐν τέλει]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />transparent comme du verre.<br />'''Étymologie:''' [[ὕαλος]], [[εἶδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A like glass, glassy, transparent, ὑγρόν vitreous humour, Gal.UP14.6, cf. Id.19.358; ἥλιος Philol. ap. Placit.2.20.12 (also ὑελ- ib. 2.25.11); ὁ ὑ. χιτὼν ὀφθαλμοῦ the crystalline lens of the eye, Medici ap.Poll.2.71. 2 ἡ ὑ. λίθος a precious stone, perh. topaz, Thphr.Lap.30; ὑαλοειδέες . . τόπαζοι Orph.L.280. [v. ὕαλος fin.]
German (Pape)
[Seite 1168] ές, 1) glasartig, durchsichtig wie Glas; Hippocr.; Plut. plac. phil. 2, 20. – 2) ὁ ὑαλοειδής, eine Steinart, vielleicht unser Topas od. Hyacinth, Theophr. – [Υ wird bei den epischen Dichtern auch
Greek (Liddell-Scott)
ὑᾰλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ὕαλον, διαφανής, χυμὸς Πραξαγ. παρὰ Γαλην.· ἥλιος Φιλόλ. παρὰ Πλουτ. 2. 890Α· ὁ ὑαλ. χιτὼν ὀφθαλμοῦ, ὁ τρίτος χιτὼν τοῦ ὀφθαλμοῦ ὃς καὶ φακοειδὴς καὶ κρυσταλλοειδὴς λέγεται ὑπὸ τῶν ἰατρῶν, Πολυδ. Β΄, 71. 2) ὁ ὑαλ. λίθος, πολύτιμός τις λίθος, τὸ νῦν καλούμενον τοπάζιον, Θεοφρ. περὶ Λίθων 30, πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 277. [Ἴδε ὕαλος ἐν τέλει].
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
transparent comme du verre.
Étymologie: ὕαλος, εἶδος.