τραπέζιον: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰπέζιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τράπεζα]], μικρὰ [[τράπεζα]], Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 142D· τὸ [[τραπέζιον]] ἀργυραμοιβοῦ, Λυσί. Ἀποσπάσ. 28. ΙΙ. γεωμετρικὸν [[σχῆμα]] ἔχον τέσσαρας ἀνίσους πλευράς, Ἀριστ. Προβλ. 15. 4, 1, πρβλ. Διον. Ἁλ. 175, Στράβ. 130. | |lstext='''τρᾰπέζιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τράπεζα]], μικρὰ [[τράπεζα]], Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 142D· τὸ [[τραπέζιον]] ἀργυραμοιβοῦ, Λυσί. Ἀποσπάσ. 28. ΙΙ. γεωμετρικὸν [[σχῆμα]] ἔχον τέσσαρας ἀνίσους πλευράς, Ἀριστ. Προβλ. 15. 4, 1, πρβλ. Διον. Ἁλ. 175, Στράβ. 130. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />petite table.<br />'''Étymologie:''' [[τράπεζα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of τράπεζα,
A small table, Phylarch.44 J.: table of a money-changer, Lys.Fr.50. II Geom., trapezium, Arist. Pr.911a7, Archim.Sph.Cyl.1.10, al., D.P.175, Str.2.5.33.
German (Pape)
[Seite 1134] τό, dim. von τράπεζα, Tischchen, kleiner Tisch; Ath. IV, 142 d; μικρόν, Plut. Demetr. 20; dim. vom Wechslertisch, neben ἀβάκιον, Lys. bei Poll. 10, 105. – Als geometrische Figur, ein ungleichseitiges Viereck, Arist. probl. 15, 4.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπέζιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τράπεζα, μικρὰ τράπεζα, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 142D· τὸ τραπέζιον ἀργυραμοιβοῦ, Λυσί. Ἀποσπάσ. 28. ΙΙ. γεωμετρικὸν σχῆμα ἔχον τέσσαρας ἀνίσους πλευράς, Ἀριστ. Προβλ. 15. 4, 1, πρβλ. Διον. Ἁλ. 175, Στράβ. 130.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite table.
Étymologie: τράπεζα.