συνευνάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(6_2) |
(sl1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνευνάζω''': [[κατακλίνω]], βάλλω τινὰ νὰ πλαγιάσῃ μετά τινος, [[συγκοιμίζω]], τινά τινι Ἀπολλόδ. 2. 4, 10, κτλ. ― Παθ., συγκοιμῶμαι μετά τινος, ἐπὶ σαρκικῆς συνουσίας, Πινδ. Π. 4. 452, Σοφ. Ο. Τ. 982. | |lstext='''συνευνάζω''': [[κατακλίνω]], βάλλω τινὰ νὰ πλαγιάσῃ μετά τινος, [[συγκοιμίζω]], τινά τινι Ἀπολλόδ. 2. 4, 10, κτλ. ― Παθ., συγκοιμῶμαι μετά τινος, ἐπὶ σαρκικῆς συνουσίας, Πινδ. Π. 4. 452, Σοφ. Ο. Τ. 982. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[συνευνάζω]] [[pass]].<br /> <b>1</b>[[sleep]] [[together]] καὶ συνεύνασθεν (sc. the Argonauts and the Lemnian women) (P. 4.254) | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 17 August 2017
English (LSJ)
A cause to lie with, τινά τινι Apollod.2.4.10, etc.:— Pass., lie with, Pi.P.4.254, S.OT982, Hp.Nat.Mul.17.
Greek (Liddell-Scott)
συνευνάζω: κατακλίνω, βάλλω τινὰ νὰ πλαγιάσῃ μετά τινος, συγκοιμίζω, τινά τινι Ἀπολλόδ. 2. 4, 10, κτλ. ― Παθ., συγκοιμῶμαι μετά τινος, ἐπὶ σαρκικῆς συνουσίας, Πινδ. Π. 4. 452, Σοφ. Ο. Τ. 982.
English (Slater)
συνευνάζω pass.
1sleep together καὶ συνεύνασθεν (sc. the Argonauts and the Lemnian women) (P. 4.254)