πάλα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(sl1)
(sl1_repeat)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>πᾰλα</b> (-ᾳ.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[wrestling]] κρατέων πάλᾳ (O. 8.20) ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν (O. 10.66) τό μοι [[θέμεν]] Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου [[προκώμιον]] εἴη (N. 4.10) [[νῦν]] [[πέφανται]] [[οὐκ]] [[ἄμμορος]] ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας (N. 6.14) Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (N. 11.21)
|sltr=<b>πᾰλα</b> (-ᾳ.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[wrestling]] κρατέων πάλᾳ (O. 8.20) ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν (O. 10.66) τό μοι [[θέμεν]] Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου [[προκώμιον]] εἴη (N. 4.10) [[νῦν]] [[πέφανται]] [[οὐκ]] [[ἄμμορος]] ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας (N. 6.14) Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (N. 11.21)
}}
}}

Revision as of 12:29, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάλα Medium diacritics: πάλα Low diacritics: πάλα Capitals: ΠΑΛΑ
Transliteration A: pála Transliteration B: pala Transliteration C: pala Beta Code: pa/la

English (LSJ)

ἡ,

   A nugget of gold, Str.3.2.8. (Spanish word.)    II πάλα· ζώνη, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

πάλα: ἡ, βῶλος χρυσοῦ, Στράβ. 146· λέξις Ἱσπανική, palaga ἢ palacra παρὰ Πλιν. 33. 77.

English (Slater)

πᾰλα (-ᾳ.)
   1 wrestling κρατέων πάλᾳ (O. 8.20) ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν (O. 10.66) τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη (N. 4.10) νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας (N. 6.14) Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (N. 11.21)