ἔσοδος: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(21)
(21)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. et anc. att. p.</i> [[εἴσοδος]].
|btext=<i>ion. et anc. att. p.</i> [[εἴσοδος]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ἔσοδος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[access]], [[avenue]] met. ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων [[καλῶν]] ἔσοδοι, τετόλμακε (P. 5.116) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> dub., [[entry]] ([[into]] [[competition]]). Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων (Bowra: ὀργαῖς πάσαις ὃς ἱππείαν ἔσοδον codd.: ἱππικὰς ἁμίλλας Σ paraphr.) (P. 6.50)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἔσοδος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[access]], [[avenue]] met. ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων [[καλῶν]] ἔσοδοι, τετόλμακε (P. 5.116) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> dub., [[entry]] ([[into]] [[competition]]). Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων (Bowra: ὀργαῖς πάσαις ὃς ἱππείαν ἔσοδον codd.: ἱππικὰς ἁμίλλας Σ paraphr.) (P. 6.50)
|sltr=[[ἔσοδος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[access]], [[avenue]] met. ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων [[καλῶν]] ἔσοδοι, τετόλμακε (P. 5.116) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> dub., [[entry]] ([[into]] [[competition]]). Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων (Bowra: ὀργαῖς πάσαις ὃς ἱππείαν ἔσοδον codd.: ἱππικὰς ἁμίλλας Σ paraphr.) (P. 6.50)
}}
}}

Revision as of 14:02, 17 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἔσοδος: ἐσοικείω, κτλ., ἴδε εἴσοπτρον, εἰσοικέω.

French (Bailly abrégé)

ion. et anc. att. p. εἴσοδος.

English (Slater)

ἔσοδος
   a access, avenue met. ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε (P. 5.116)
   b dub., entry (into competition). Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων (Bowra: ὀργαῖς πάσαις ὃς ἱππείαν ἔσοδον codd.: ἱππικὰς ἁμίλλας Σ paraphr.) (P. 6.50)

English (Slater)

ἔσοδος
   a access, avenue met. ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε (P. 5.116)
   b dub., entry (into competition). Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων (Bowra: ὀργαῖς πάσαις ὃς ἱππείαν ἔσοδον codd.: ἱππικὰς ἁμίλλας Σ paraphr.) (P. 6.50)