ἀπάρχω: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπάρχω''': μέλλ. -ξω, εἶμαι ο πρῶτος, ὁ ἀπάρχων τῶν ὀρχηστῶν, ὁ ἄγων τὸν χορὸν, Διον. Ἁλ. 7. 73· ὔμμι δ’ ἀπάρξει, θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ ἐν τῷ χορῷ, «θὰ σύρῃ» τὸν χορόν, Ἀνθ. Π. 9. 189. ΙΙ. παρὰ Πινδ. Ν. 4. 76, ἄρχω, βασιλεύω μακρὰν τῆς πατρίδος, ἐπὶ τοῦ Τεύκρου, πρβλ. [[ἀποικέω]] ΙΙ. | |lstext='''ἀπάρχω''': μέλλ. -ξω, εἶμαι ο πρῶτος, ὁ ἀπάρχων τῶν ὀρχηστῶν, ὁ ἄγων τὸν χορὸν, Διον. Ἁλ. 7. 73· ὔμμι δ’ ἀπάρξει, θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ ἐν τῷ χορῷ, «θὰ σύρῃ» τὸν χορόν, Ἀνθ. Π. 9. 189. ΙΙ. παρὰ Πινδ. Ν. 4. 76, ἄρχω, βασιλεύω μακρὰν τῆς πατρίδος, ἐπὶ τοῦ Τεύκρου, πρβλ. [[ἀποικέω]] ΙΙ. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:09, 17 August 2017
English (LSJ)
fut. -ξω (v. infr.),
A lead the way, εἰς νᾶσον B.11.6 (s. v.l.); esp. in dancing, ὁ ἀπάρχων τῶν ὀρχηστῶν dub. l. in D.H.7.73; ὔμμι δ' ἀπάρξει shall lead you in the dance, AP9.189. II prob. reign far away from home, of Teucer, Pi.N.4.46.
German (Pape)
[Seite 281] obwalten, herrschen, abs., Pind. N. 4, 46, von Dissen erkl. in der Ferne herrschen; übh. der Erste sein, τῶν ὀρχηστῶν, Vortänzer sein, D. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάρχω: μέλλ. -ξω, εἶμαι ο πρῶτος, ὁ ἀπάρχων τῶν ὀρχηστῶν, ὁ ἄγων τὸν χορὸν, Διον. Ἁλ. 7. 73· ὔμμι δ’ ἀπάρξει, θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ ἐν τῷ χορῷ, «θὰ σύρῃ» τὸν χορόν, Ἀνθ. Π. 9. 189. ΙΙ. παρὰ Πινδ. Ν. 4. 76, ἄρχω, βασιλεύω μακρὰν τῆς πατρίδος, ἐπὶ τοῦ Τεύκρου, πρβλ. ἀποικέω ΙΙ.