εὐάνωρ: Difference between revisions

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐάνωρ''': ᾱ, ορος, ὁ, ἡ, Δωρ. ἀντὶ [[εὐήνωρ]].
|lstext='''εὐάνωρ''': ᾱ, ορος, ὁ, ἡ, Δωρ. ἀντὶ [[εὐήνωρ]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>εὐᾱνωρ</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[noble]] men ἐν εὐάνορι Πέλοπος ἀποικίᾳ (O. 1.24) Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ (O. 6.80) μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (O. 10.99) Ἀχάρναι δὲ παλαίφατον εὐάνορες (N. 2.17) Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν (N. 10.36)
}}
{{Slater
|sltr=<b>εὐᾱνωρ</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[noble]] men ἐν εὐάνορι Πέλοπος ἀποικίᾳ (O. 1.24) Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ (O. 6.80) μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (O. 10.99) Ἀχάρναι δὲ παλαίφατον εὐάνορες (N. 2.17) Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν (N. 10.36)
}}
}}

Revision as of 14:12, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάνωρ Medium diacritics: εὐάνωρ Low diacritics: ευάνωρ Capitals: ΕΥΑΝΩΡ
Transliteration A: euánōr Transliteration B: euanōr Transliteration C: evanor Beta Code: eu)a/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, Dor. for εὐήνωρ. εὐαξής,

   A v. εὐαυξής.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάνωρ: ᾱ, ορος, ὁ, ἡ, Δωρ. ἀντὶ εὐήνωρ.