κράνα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κράνα''': Δωρ. ἀντὶ τοῦ [[κρήνη]]. ΙΙ. = [[κεφαλή]], Ἡσύχ.
|lstext='''κράνα''': Δωρ. ἀντὶ τοῦ [[κρήνη]]. ΙΙ. = [[κεφαλή]], Ἡσύχ.
}}
{{Slater
|sltr=<b>κρᾱνα</b> (-α, -ᾳ, -αν; -ᾶν.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[spring]] Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων (P. 1.39) Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν (P. 3.69) κράναν Ὑπερῇδα λιπών (P. 4.125) ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ the [[spring]] Kyre in [[Cyrene]] (P. 4.294) [[πρόσθα]] μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον [[Εὐρωπία]] [[κράνα]] Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (Wil., Turyn, qui [[Εὐρωπία]] ῥοαί appositionem esse existimat verborum ἶς Ἀχελωίου: v. Wil., GGA, 1900, 43) fr. 70. 2. κελάρυξεν, ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον [[ὕδωρ]] *fr. 104b.* ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ ὕ]δωρ (supp. Lobel) Θρ. 4. 18. [[test]]., Σ Ammon. Hom., Φ 1; Πίνδαρος ὠκεανοῦ τὰ πέταλα [[τὰς]] κρήνας λέγων fr. 326.
}}
}}

Revision as of 14:39, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράνα Medium diacritics: κράνα Low diacritics: κράνα Capitals: ΚΡΑΝΑ
Transliteration A: krána Transliteration B: krana Transliteration C: krana Beta Code: kra/na

English (LSJ)

   A v. κρήνη.    II = κεφαλή, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κράνα: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κρήνη. ΙΙ. = κεφαλή, Ἡσύχ.

English (Slater)

κρᾱνα (-α, -ᾳ, -αν; -ᾶν.)
   1 spring Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων (P. 1.39) Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν (P. 3.69) κράναν Ὑπερῇδα λιπών (P. 4.125) ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ the spring Kyre in Cyrene (P. 4.294) πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (Wil., Turyn, qui Εὐρωπία ῥοαί appositionem esse existimat verborum ἶς Ἀχελωίου: v. Wil., GGA, 1900, 43) fr. 70. 2. κελάρυξεν, ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ *fr. 104b.* ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ ὕ]δωρ (supp. Lobel) Θρ. 4. 18. test., Σ Ammon. Hom., Φ 1; Πίνδαρος ὠκεανοῦ τὰ πέταλα τὰς κρήνας λέγων fr. 326.