ἑκουσιάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(big3_14test) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑκουσιάζομαι''': ἀποθ., ἑκουσίως [[προσφέρω]], Ἑβδ. (Α. Μακκ. Β΄, 42), Εὐστ., κτλ. 2) [[θέλω]], προαιροῦμαι, πᾶς ὁ ἑκουσιαζόμενος... πορευθῆναι εἰς Ἱερουσαλὴμ Ἑβδ. (Ἔσδρ. Ζ΄, 13). | |lstext='''ἑκουσιάζομαι''': ἀποθ., ἑκουσίως [[προσφέρω]], Ἑβδ. (Α. Μακκ. Β΄, 42), Εὐστ., κτλ. 2) [[θέλω]], προαιροῦμαι, πᾶς ὁ ἑκουσιαζόμενος... πορευθῆναι εἰς Ἱερουσαλὴμ Ἑβδ. (Ἔσδρ. Ζ΄, 13). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[actuar con voluntad propia]], [[ofrecerse voluntariamente]] LXX <i>Id</i>.5.2B, 9B, Aq.<i>Ca</i>.6.12, 7.1, <i>Is</i>.13.2, Sud., c. inf. ὁ ἑκουσιαζόμενος ... πορευθῆναι εἰς Ιερουσαλεμ LXX 2<i>Es</i>.7.13<br /><b class="num">•</b>[[presentar una ofrenda voluntaria]] τῷ κυρίῳ LXX 2<i>Es</i>.3.5, εἰς οἶκον θεοῦ LXX 2<i>Es</i>.7.16<br /><b class="num">•</b>[[someterse de buen grado]] τῷ νόμῳ LXX 1<i>Ma</i>.2.42. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:37, 21 August 2017
English (LSJ)
A offer or be offered freely, ἐν τῷ ἑκουσιασθῆναι λαόν LXX Jd.5.2 ; ὁ -όμενος τῷ νόμῳ ib.IMa.2.42.
German (Pape)
[Seite 770] freiwillig Etwas thun, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκουσιάζομαι: ἀποθ., ἑκουσίως προσφέρω, Ἑβδ. (Α. Μακκ. Β΄, 42), Εὐστ., κτλ. 2) θέλω, προαιροῦμαι, πᾶς ὁ ἑκουσιαζόμενος... πορευθῆναι εἰς Ἱερουσαλὴμ Ἑβδ. (Ἔσδρ. Ζ΄, 13).
Spanish (DGE)
actuar con voluntad propia, ofrecerse voluntariamente LXX Id.5.2B, 9B, Aq.Ca.6.12, 7.1, Is.13.2, Sud., c. inf. ὁ ἑκουσιαζόμενος ... πορευθῆναι εἰς Ιερουσαλεμ LXX 2Es.7.13
•presentar una ofrenda voluntaria τῷ κυρίῳ LXX 2Es.3.5, εἰς οἶκον θεοῦ LXX 2Es.7.16
•someterse de buen grado τῷ νόμῳ LXX 1Ma.2.42.