ἄοσμος: Difference between revisions
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
(6_15) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄοσμος''': -ον, (ὀσμὴ) ὁ μὴ ἔχων ὀσμήν, [[ἄνευ]] ὀσμῆς, Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 394, Ἀριστ. π. Αἰσθήσ. 5. 4· κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[εὔοσμος]], Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 16, 5. | |lstext='''ἄοσμος''': -ον, (ὀσμὴ) ὁ μὴ ἔχων ὀσμήν, [[ἄνευ]] ὀσμῆς, Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 394, Ἀριστ. π. Αἰσθήσ. 5. 4· κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[εὔοσμος]], Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 16, 5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que no despide olor]]op. εὔοσμος, τὸ ... ἄοσμον ... εὔοσμον γίγνεται Thphr.<i>CP</i> 6.17.11 (= Democr.A 163), τά τε γὰρ στοιχεῖα ἄοσμα Arist.<i>Sens</i>.443<sup>a</sup>10, αἱ σκωρίαι Arist.<i>Sens</i>.443<sup>a</sup>19<br /><b class="num">•</b>del vino [[ligero]] οἱ (οἴνοι) μὲν γὰρ γλυκεῖς ὅλως ἄοσμοι Thphr.<i>CP</i> 6.16.5. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A having no smell, v.l. in Hp.Acut.63, Arist.Sens.443a10: Comp., ib.19; opp. εὔοσμος, Thphr.CP6.16.5; cf. ἄνοδμος, ἄνοσμος.
German (Pape)
[Seite 273] geruchlos, Arist. de sens. 5, 17; schlecht riechend, neben κακῶδες, dem εὔοσμος entgegengesetzt, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄοσμος: -ον, (ὀσμὴ) ὁ μὴ ἔχων ὀσμήν, ἄνευ ὀσμῆς, Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 394, Ἀριστ. π. Αἰσθήσ. 5. 4· κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ εὔοσμος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 16, 5.
Spanish (DGE)
-ον
que no despide olorop. εὔοσμος, τὸ ... ἄοσμον ... εὔοσμον γίγνεται Thphr.CP 6.17.11 (= Democr.A 163), τά τε γὰρ στοιχεῖα ἄοσμα Arist.Sens.443a10, αἱ σκωρίαι Arist.Sens.443a19
•del vino ligero οἱ (οἴνοι) μὲν γὰρ γλυκεῖς ὅλως ἄοσμοι Thphr.CP 6.16.5.