ἀκτινοβολέω: Difference between revisions

From LSJ

στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → for no one loves the messenger who brings bad news

Source
(6_5)
(big3_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκτῑνοβολέω''': βάλλω, [[διασκορπίζω]] ἀκτῖνας, Φίλων 1. 638. - παθ., [[δέχομαι]] τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου, Ἰσίδ. Χαρ. παρ’ Ἀθην. 94Α, Εὐστ., κτλ. ἀκτινοβόλημα, τό, ἡ ἐκ τῶν ἀκτίνων γινομένη [[λάμψις]], Γερμ. Β΄ Κωνστ/πόλεως, σ. 748, ἔκδ. Μί.
|lstext='''ἀκτῑνοβολέω''': βάλλω, [[διασκορπίζω]] ἀκτῖνας, Φίλων 1. 638. - παθ., [[δέχομαι]] τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου, Ἰσίδ. Χαρ. παρ’ Ἀθην. 94Α, Εὐστ., κτλ. ἀκτινοβόλημα, τό, ἡ ἐκ τῶν ἀκτίνων γινομένη [[λάμψις]], Γερμ. Β΄ Κωνστ/πόλεως, σ. 748, ἔκδ. Μί.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> contr. -ῶ<br /><b class="num">1</b> [[emitir rayos]], [[ἀστήρ]] Porph.<i>in Ptol</i>.189, ὁ θεὸς ἱερὸν φέγγος ἀκτινοβολεῖ Ph.1.638<br /><b class="num">•</b>en pas. [[recibir los rayos]] ὑπὸ τοῦ ἡλίου Isid.Char.1.<br /><b class="num">2</b> astrol. [[estar en aspecto por la izquierda]] Vett.Val.195.24, Antioch.Astr. en <i>Cat.Cod.Astr</i>.1.155, en v. pas. Vett.Val.134.31.
}}
}}

Revision as of 11:56, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτῑνοβολέω Medium diacritics: ἀκτινοβολέω Low diacritics: ακτινοβολέω Capitals: ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΕΩ
Transliteration A: aktinoboléō Transliteration B: aktinoboleō Transliteration C: aktinovoleo Beta Code: a)ktinobole/w

English (LSJ)

   A emit rays, φέγγος ἀ. Ph.1.638:—Pass., receive the rays of the sun, Isid.Char. ap. Ath.3.94a.    II Astrol., of a planet, aspect from the left (opp. ἐφοράω, q. v.), Heph.Astr.1.16, Porph.Intr. p.189:—Pass., Vett.Val.116.22.

German (Pape)

[Seite 86] Strahlen werfen, Sp. im pass., ὑπὸ τοῦ ἡλίου, von der Sonne beschienen werden, bei Ath. III, 94 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκτῑνοβολέω: βάλλω, διασκορπίζω ἀκτῖνας, Φίλων 1. 638. - παθ., δέχομαι τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου, Ἰσίδ. Χαρ. παρ’ Ἀθην. 94Α, Εὐστ., κτλ. ἀκτινοβόλημα, τό, ἡ ἐκ τῶν ἀκτίνων γινομένη λάμψις, Γερμ. Β΄ Κωνστ/πόλεως, σ. 748, ἔκδ. Μί.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): contr. -ῶ
1 emitir rayos, ἀστήρ Porph.in Ptol.189, ὁ θεὸς ἱερὸν φέγγος ἀκτινοβολεῖ Ph.1.638
en pas. recibir los rayos ὑπὸ τοῦ ἡλίου Isid.Char.1.
2 astrol. estar en aspecto por la izquierda Vett.Val.195.24, Antioch.Astr. en Cat.Cod.Astr.1.155, en v. pas. Vett.Val.134.31.