ἀπρόσοδος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(6_18)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπρόσοδος''': -ον, ὃν οὐδεὶς πλησιάζει, «[[ἀπρόσοδος]] [[βίος]], ὃν οὐδεὶς πρόσεισιν, ἀλλ’ ἔρημος» Α. Β. 25, 10· [[ἀπρόσιτος]], «ζῶ δὲ Τίμωνος βίον, ὀξύθυμον, ἀπρόσοδον, ἀγέλαστον» κτλ., Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke.
|lstext='''ἀπρόσοδος''': -ον, ὃν οὐδεὶς πλησιάζει, «[[ἀπρόσοδος]] [[βίος]], ὃν οὐδεὶς πρόσεισιν, ἀλλ’ ἔρημος» Α. Β. 25, 10· [[ἀπρόσιτος]], «ζῶ δὲ Τίμωνος βίον, ὀξύθυμον, ἀπρόσοδον, ἀγέλαστον» κτλ., Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[insociable]], [[inaccesible]] [[βίος]] Phryn.Com.19.<br /><b class="num">2</b> de lugares [[inaccesible]] abs. ὄρη Procop.<i>Goth</i>.4.16.21<br /><b class="num">•</b>c. dat. o giro c. prep. τοῖς πολεμίοις Procop.<i>Goth</i>.2.23.7, ἐκ θαλάσσης Procop.<i>Pers</i>.2.17.18, πρὸς ἡμᾶς Sch.A.R.1.660.<br /><b class="num">II</b> [[improductivo]] τὰ προσοδικὰ καὶ ἀπρόσοδα ταῦτ' ἔλεγεν Phld.<i>Oec</i>.35, (ἱερωσύνη) <i>BCH</i> 83.1959.363.25 (Tasos I a.C.).
}}
}}

Revision as of 11:58, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσοδος Medium diacritics: ἀπρόσοδος Low diacritics: απρόσοδος Capitals: ΑΠΡΟΣΟΔΟΣ
Transliteration A: aprósodos Transliteration B: aprosodos Transliteration C: aprosodos Beta Code: a)pro/sodos

English (LSJ)

ον,

   A without approach, inaccessible, βίος Phryn.Com. 18; ὄρη Procop.Goth.4.16.    II not yielding a return, unproductive, Phld. Oec.p.35J.

German (Pape)

[Seite 339] ohne Zugang, unzugänglich, βίος Phryn. com. in B. A. 344 u. 25, ᾡ οὐδεὶς πρόσεισι; auch Sp. wie Procop. 2, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσοδος: -ον, ὃν οὐδεὶς πλησιάζει, «ἀπρόσοδος βίος, ὃν οὐδεὶς πρόσεισιν, ἀλλ’ ἔρημος» Α. Β. 25, 10· ἀπρόσιτος, «ζῶ δὲ Τίμωνος βίον, ὀξύθυμον, ἀπρόσοδον, ἀγέλαστον» κτλ., Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. insociable, inaccesible βίος Phryn.Com.19.
2 de lugares inaccesible abs. ὄρη Procop.Goth.4.16.21
c. dat. o giro c. prep. τοῖς πολεμίοις Procop.Goth.2.23.7, ἐκ θαλάσσης Procop.Pers.2.17.18, πρὸς ἡμᾶς Sch.A.R.1.660.
II improductivo τὰ προσοδικὰ καὶ ἀπρόσοδα ταῦτ' ἔλεγεν Phld.Oec.35, (ἱερωσύνη) BCH 83.1959.363.25 (Tasos I a.C.).