διαψηλαφάω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(6_22)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαψηλᾰφάω''': ψηλαφῶ τι ἐντελῶς, [[ἐξετάζω]] [[καλῶς]], Λατ. pertrectare, Ἑβδ. Ὀρειβάσ. σ. 103 Matth. -Ρηματ. ἐπίθ. -φητέον, Παῦλ. Αἰγ. σ. 47. 27.
|lstext='''διαψηλᾰφάω''': ψηλαφῶ τι ἐντελῶς, [[ἐξετάζω]] [[καλῶς]], Λατ. pertrectare, Ἑβδ. Ὀρειβάσ. σ. 103 Matth. -Ρηματ. ἐπίθ. -φητέον, Παῦλ. Αἰγ. σ. 47. 27.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[explorar con las manos]], [[tentar]] σύμπασαν τὴν σκέπην Aq.<i>Ge</i>.31.34, cf. Sm.<i>Is</i>.59.10, οἱονεὶ διαψηλαφᾷ καὶ ζητεῖ πάντα τὸν σύνεγγυς τόπον Porph.<i>in Harm</i>.83.30<br /><b class="num">•</b>medic. [[palpar]] τὰ ἄκρα Paul.Aeg.2.47, τὸν ὄσχεον Paul.Aeg.6.64.2, τὴν ὀσφύν <i>Hippiatr</i>.30.22, en v. pas. διαψηλαφάσθω δὲ καὶ τὰ περὶ τὴν κεφαλήν Herod.Med. en Orib.6.20.10<br /><b class="num">•</b>[[frotar]] γλῶττάν τε καὶ οὖλα καὶ χαλινά Sor.76.30.<br /><b class="num">2</b> fig. [[traer entre manos]], [[ocuparse de]] τὰς χρηματικὰς ὑποθέσεις Lyd.<i>Mag</i>.3.20, ἄλλα πράγματα Sch.Pi.<i>P</i>.2.155c.
}}
}}

Revision as of 11:58, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαψηλᾰφάω Medium diacritics: διαψηλαφάω Low diacritics: διαψηλαφάω Capitals: ΔΙΑΨΗΛΑΦΑΩ
Transliteration A: diapsēlapháō Transliteration B: diapsēlaphaō Transliteration C: diapsilafao Beta Code: diayhlafa/w

English (LSJ)

   A handle a thing, Herod. Med. ap. Orib.6.20.10, Sor. 1.100, Aq.Ge.31.34, Sm.Is.59.10.

German (Pape)

[Seite 614] durchtasten, durchversuchen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαψηλᾰφάω: ψηλαφῶ τι ἐντελῶς, ἐξετάζω καλῶς, Λατ. pertrectare, Ἑβδ. Ὀρειβάσ. σ. 103 Matth. -Ρηματ. ἐπίθ. -φητέον, Παῦλ. Αἰγ. σ. 47. 27.

Spanish (DGE)

1 explorar con las manos, tentar σύμπασαν τὴν σκέπην Aq.Ge.31.34, cf. Sm.Is.59.10, οἱονεὶ διαψηλαφᾷ καὶ ζητεῖ πάντα τὸν σύνεγγυς τόπον Porph.in Harm.83.30
medic. palpar τὰ ἄκρα Paul.Aeg.2.47, τὸν ὄσχεον Paul.Aeg.6.64.2, τὴν ὀσφύν Hippiatr.30.22, en v. pas. διαψηλαφάσθω δὲ καὶ τὰ περὶ τὴν κεφαλήν Herod.Med. en Orib.6.20.10
frotar γλῶττάν τε καὶ οὖλα καὶ χαλινά Sor.76.30.
2 fig. traer entre manos, ocuparse de τὰς χρηματικὰς ὑποθέσεις Lyd.Mag.3.20, ἄλλα πράγματα Sch.Pi.P.2.155c.