διαψηλαφάω

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαψηλᾰφάω Medium diacritics: διαψηλαφάω Low diacritics: διαψηλαφάω Capitals: ΔΙΑΨΗΛΑΦΑΩ
Transliteration A: diapsēlapháō Transliteration B: diapsēlaphaō Transliteration C: diapsilafao Beta Code: diayhlafa/w

English (LSJ)

handle a thing, Herod. Med. ap. Orib.6.20.10, Sor. 1.100, Aq.Ge.31.34, Sm.Is.59.10.

Spanish (DGE)

1 explorar con las manos, tentar σύμπασαν τὴν σκέπην Aq.Ge.31.34, cf. Sm.Is.59.10, οἱονεὶ διαψηλαφᾷ καὶ ζητεῖ πάντα τὸν σύνεγγυς τόπον Porph.in Harm.83.30
medic. palpar τὰ ἄκρα Paul.Aeg.2.47, τὸν ὄσχεον Paul.Aeg.6.64.2, τὴν ὀσφύν Hippiatr.30.22, en v. pas. διαψηλαφάσθω δὲ καὶ τὰ περὶ τὴν κεφαλήν Herod.Med. en Orib.6.20.10
frotar γλῶττάν τε καὶ οὖλα καὶ χαλινά Sor.76.30.
2 fig. traer entre manos, ocuparse de τὰς χρηματικὰς ὑποθέσεις Lyd.Mag.3.20, ἄλλα πράγματα Sch.Pi.P.2.155c.

German (Pape)

[Seite 614] durchtasten, durchversuchen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαψηλᾰφάω: ψηλαφῶ τι ἐντελῶς, ἐξετάζω καλῶς, Λατ. pertrectare, Ἑβδ. Ὀρειβάσ. σ. 103 Matth. -Ρηματ. ἐπίθ. -φητέον, Παῦλ. Αἰγ. σ. 47. 27.