διαχαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387
(Bailly1_2)
(big3_11)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> διέχανον, <i>pf.</i> διακέχηνα;<br />s’entrouvrir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χαίνω]].
|btext=<i>ao.2</i> διέχανον, <i>pf.</i> διακέχηνα;<br />s’entrouvrir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χαίνω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [v. pas. aor. inf. διαχῆναι Euagr.Schol.<i>HE</i> 1.17]<br /><b class="num">1</b> [[abrirse]], [[agrietarse]] ἀρτίσκον Hp.<i>Steril</i>.216, ὁ στρογγύλος ὁ ὑποκάτω τοῦ ἄνθους Thphr.<i>HP</i> 7.13.2, ἡ οἰκοδομή, κἂν μικρὸν διαχάνῃ Chrys.M.61.73, ὥστε μὴ διαχαίνειν τὸ μεταξὺ τοῦ πρέμνου καὶ τοῦ κλήματος <i>Gp</i>.4.12.15<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med.-pas. (ὡς [[εἰπεῖν]]) διαχῆναι τὴν γῆν Euagr.Sch.l.c.<br /><b class="num">2</b> fig. [[abrirse]], [[dirigirse]] πρὸς τοῦτο (τὸ σῶμα) διαχαίνοντες Dam.<i>in Phd</i>.166.
}}
}}

Revision as of 11:59, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 613] aus einander klaffen, den Mund öffnen; διακεχηνυῖα, Plut. sol. an. 30; διαχανόντες, 23.

Greek (Liddell-Scott)

διαχαίνω: διαχάσκω, λίαν χαίνω, Πλούτ. 2. 976Β, 980Β.

French (Bailly abrégé)

ao.2 διέχανον, pf. διακέχηνα;
s’entrouvrir.
Étymologie: διά, χαίνω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [v. pas. aor. inf. διαχῆναι Euagr.Schol.HE 1.17]
1 abrirse, agrietarse ἀρτίσκον Hp.Steril.216, ὁ στρογγύλος ὁ ὑποκάτω τοῦ ἄνθους Thphr.HP 7.13.2, ἡ οἰκοδομή, κἂν μικρὸν διαχάνῃ Chrys.M.61.73, ὥστε μὴ διαχαίνειν τὸ μεταξὺ τοῦ πρέμνου καὶ τοῦ κλήματος Gp.4.12.15
tb. en v. med.-pas. (ὡς εἰπεῖν) διαχῆναι τὴν γῆν Euagr.Sch.l.c.
2 fig. abrirse, dirigirse πρὸς τοῦτο (τὸ σῶμα) διαχαίνοντες Dam.in Phd.166.