ἀφοσίωμα: Difference between revisions
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
(6_21) |
(big3_8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφοσίωμα''': τό, [[πρᾶξις]] καθαρισμοῦ, ἁγνισμοῦ, «ἀφοσιώματα· καθάρματα, καθάρσια» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀφοσίωμα''': τό, [[πρᾶξις]] καθαρισμοῦ, ἁγνισμοῦ, «ἀφοσιώματα· καθάρματα, καθάρσια» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό [[purificación]], [[expiación]] Hsch. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A act of purification, expiation, Hsch.
German (Pape)
[Seite 414] τό, das Reinigungsopfer, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφοσίωμα: τό, πρᾶξις καθαρισμοῦ, ἁγνισμοῦ, «ἀφοσιώματα· καθάρματα, καθάρσια» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό purificación, expiación Hsch.