δικτυώδης: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6_7)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δικτυώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = [[δικτυοειδής]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφηξ. 99.
|lstext='''δικτυώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = [[δικτυοειδής]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφηξ. 99.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[reticulado]], [[en forma de red]], [[ἀγρηνόν]], τὸ δ' ἦν πλέγμα ἐξ ἐρίων δικτυῶδες περὶ πᾶν τὸ σῶμα Poll.4.116, κημὸς ... ἔστι δὲ πλέγμα δικτυῶδες καὶ ἠθμῶδες Sch.Ar.<i>V</i>.99b, ἄρκυες Eust.987.28.
}}
}}

Revision as of 11:59, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικτῠώδης Medium diacritics: δικτυώδης Low diacritics: δικτυώδης Capitals: ΔΙΚΤΥΩΔΗΣ
Transliteration A: diktyṓdēs Transliteration B: diktyōdēs Transliteration C: diktyodis Beta Code: diktuw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = δικτυοειδής, Sch.Ar.V.99, Poll.4.116.    II Subst. -ῶδες, τό, = δ. πλέγμα, Hp.Ep.19 (Hermes 53.69).

German (Pape)

[Seite 630] ες, = δικτυοειδής, Schol. Ar. Vesp. 99.

Greek (Liddell-Scott)

δικτυώδης: -ες, (εἶδος) = δικτυοειδής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφηξ. 99.

Spanish (DGE)

-ες
reticulado, en forma de red, ἀγρηνόν, τὸ δ' ἦν πλέγμα ἐξ ἐρίων δικτυῶδες περὶ πᾶν τὸ σῶμα Poll.4.116, κημὸς ... ἔστι δὲ πλέγμα δικτυῶδες καὶ ἠθμῶδες Sch.Ar.V.99b, ἄρκυες Eust.987.28.