δυσάνιος: Difference between revisions
(6_15) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσάνῐος''': -ον, ([[ἀνία]]) ὁ εὐκόλως δυσαρεστούμενος, δυσκόλως εὐχαριστούμενος, «ὁ ἐπὶ παντὶ ἀνιώμενος κἂν μικρὸν καὶ εὐκαταφρόνητον ᾖ» Ἀντιφῶν παρ᾿ Ἁρπ., Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 411· [[ἄθυμος]], βαρυθυμῶν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 41. | |lstext='''δυσάνῐος''': -ον, ([[ἀνία]]) ὁ εὐκόλως δυσαρεστούμενος, δυσκόλως εὐχαριστούμενος, «ὁ ἐπὶ παντὶ ἀνιώμενος κἂν μικρὸν καὶ εὐκαταφρόνητον ᾖ» Ἀντιφῶν παρ᾿ Ἁρπ., Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 411· [[ἄθυμος]], βαρυθυμῶν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 41. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[δυσήνιος]] Hp. en Gal.19.94, Them.<i>Or</i>.13.169a<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[descontentadizo]], [[siempre disgustado]] δ. ὅστις ἐπὶ τοῖς σμικροῖς ἀνιᾶται Critias B 42, cf. Antipho Soph.B 89, φύσει γυνὴ δυσάνιόν ἐστι Men.<i>Fr</i>.812, op. εὔθυμος Arist.<i>Phgn</i>.805<sup>b</sup>6.<br /><b class="num">2</b> medic. [[abatido]], [[deprimido]] γυνὴ δ. ἐκ λύπης Hp.<i>Epid</i>.3.17.11, cf. Hp. en Gal.l.c.<br /><b class="num">•</b>gener., de abstr. [[lánguido]], [[marchito]] κάλλος ... ἔξωρον καὶ δ. Them.l.c.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[irasciblemente]] Critias B 42 (var.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 21 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (ἀνία)
A soon vexed, ill to please, Antipho Soph.89, Critias Fr.42 D., Men.803 (but better -ήνιον (q.v.)); opp. εὔθυμος, Arist. Phgn.805b6; vexed, annoyed, in Comp. -ιώτερος Phld.Acad.Ind.p.50 M.
German (Pape)
[Seite 675] schwer betrübt, niedergeschlagen, Hippocr.; bei Arist. Physiogn. 1 dem εὔθυμος entgegengesetzt; Antiph. bei Harpocr., = ὁ ἐπὶ παντὶ ἀνιώμενος, κἂν μικρὸν ᾖ.
Greek (Liddell-Scott)
δυσάνῐος: -ον, (ἀνία) ὁ εὐκόλως δυσαρεστούμενος, δυσκόλως εὐχαριστούμενος, «ὁ ἐπὶ παντὶ ἀνιώμενος κἂν μικρὸν καὶ εὐκαταφρόνητον ᾖ» Ἀντιφῶν παρ᾿ Ἁρπ., Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 411· ἄθυμος, βαρυθυμῶν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 41.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δυσήνιος Hp. en Gal.19.94, Them.Or.13.169a
I 1descontentadizo, siempre disgustado δ. ὅστις ἐπὶ τοῖς σμικροῖς ἀνιᾶται Critias B 42, cf. Antipho Soph.B 89, φύσει γυνὴ δυσάνιόν ἐστι Men.Fr.812, op. εὔθυμος Arist.Phgn.805b6.
2 medic. abatido, deprimido γυνὴ δ. ἐκ λύπης Hp.Epid.3.17.11, cf. Hp. en Gal.l.c.
•gener., de abstr. lánguido, marchito κάλλος ... ἔξωρον καὶ δ. Them.l.c.
II adv. -ως irasciblemente Critias B 42 (var.).