ἐκφραστικός: Difference between revisions
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(6_11) |
(big3_14b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκφραστικός''': -ή, -όν, περιγραφικός˙ τὸ ἐκφρ., ἡ [[δύναμις]] τοῦ ἐκφράζειν, περιγράφειν, Διογ. Λ. 5. 65. | |lstext='''ἐκφραστικός''': -ή, -όν, περιγραφικός˙ τὸ ἐκφρ., ἡ [[δύναμις]] τοῦ ἐκφράζειν, περιγράφειν, Διογ. Λ. 5. 65. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[descriptivo]] ἡ [[διήγησις]] ἔχουσά τι καὶ ἐκφραστικῆς διασκευῆς Eust.1432.61, cf. 659.33, 1154.3, 6<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἐ. [[capacidad de describir]] D.L.5.65.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[descriptivamente]] λέγει ἐ. ὁ ποιητής ... Eust.600.32, cf. 1048.14, ἐ. κωμῳδεῖν <i>Tz.Comm</i>.Ar.2.419.24. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A descriptive: τὸ ἐ. the faculty of describing, D.L. 5.65.
German (Pape)
[Seite 786] ή, όν, zum Erklären, Beschreiben gehörig, geschickt, D. L. 5, 65.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφραστικός: -ή, -όν, περιγραφικός˙ τὸ ἐκφρ., ἡ δύναμις τοῦ ἐκφράζειν, περιγράφειν, Διογ. Λ. 5. 65.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 descriptivo ἡ διήγησις ἔχουσά τι καὶ ἐκφραστικῆς διασκευῆς Eust.1432.61, cf. 659.33, 1154.3, 6
•neutr. subst. τὸ ἐ. capacidad de describir D.L.5.65.
2 adv. -ῶς descriptivamente λέγει ἐ. ὁ ποιητής ... Eust.600.32, cf. 1048.14, ἐ. κωμῳδεῖν Tz.Comm.Ar.2.419.24.