ἕνδυο: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_7) |
(big3_14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἕνδυο''': ἐπίρρ., ἕως οὗ νὰ εἴπῃ τις ἓν δύο, δηλ. [[ταχέως]], Μένανδρ. ἐν «’Εφεσίῳ» 4. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 61. | |lstext='''ἕνδυο''': ἐπίρρ., ἕως οὗ νὰ εἴπῃ τις ἓν δύο, δηλ. [[ταχέως]], Μένανδρ. ἐν «’Εφεσίῳ» 4. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 61. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> <i>diuissim</i> ἓν δύο Ael.<i>Ep</i>.9<br />adv. [[uno-dos]], e.e., [[rápidamente]], [[en un plisplas]] παρέσομαι γὰρ [[ἕνδυο]] Men.<i>Fr</i>.152. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A one-two, i.e. quickly, Men.198.
German (Pape)
[Seite 836] erkl. Suid. ταχέως u. führt aus Men. an παρέσομαι ἕνδυο, wie wir: eins, zwei, drei.
Greek (Liddell-Scott)
ἕνδυο: ἐπίρρ., ἕως οὗ νὰ εἴπῃ τις ἓν δύο, δηλ. ταχέως, Μένανδρ. ἐν «’Εφεσίῳ» 4. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 61.
Spanish (DGE)
• Grafía: diuissim ἓν δύο Ael.Ep.9
adv. uno-dos, e.e., rápidamente, en un plisplas παρέσομαι γὰρ ἕνδυο Men.Fr.152.