διαμνημονεύω: Difference between revisions

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source
(Bailly1_2)
(big3_11)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> conserver le souvenir de, se rappeler : τινός, [[τι]] qch;<br /><b>II.</b> rappeler le souvenir :<br /><b>1</b> transmettre le souvenir : διαμνημονεύεται ἔχων XÉN c’est une tradition, dont le souvenir se conserve, qu’il avait, <i>etc.</i><br /><b>2</b> rappeler le souvenir, mentionner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μνημονεύω]].
|btext=<b>I.</b> conserver le souvenir de, se rappeler : τινός, [[τι]] qch;<br /><b>II.</b> rappeler le souvenir :<br /><b>1</b> transmettre le souvenir : διαμνημονεύεται ἔχων XÉN c’est une tradition, dont le souvenir se conserve, qu’il avait, <i>etc.</i><br /><b>2</b> rappeler le souvenir, mentionner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μνημονεύω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> dór. διαμναμ- <i>IG</i> 5(1).932.9 (Laconia)<br /><b class="num">1</b> [[recordar]], [[acordarse de]] c. gen. pers. ὧν οὐ πάνυ διεμνημόνευε Pl.<i>Smp</i>.180c, οὐδαμοῦ Δημοκρίτου D.L.9.40, c. ac. de cosa τὸ πρόσφορον Pl.<i>Epin</i>.976c, ἃς (προφάσεις) ἀξιῶ καὶ ὑμᾶς διαμνημονεύειν Aeschin.3.203, τούτων δὴ γράψω ὁπόσα ἂν διαμνημονεύσω X.<i>Mem</i>.1.3.1, cf. Antipho 5.54, ὀροφάς τινας Thphr.<i>HP</i> 5.3.7, τὰ δὲ νῦν ἐν βραχεῖ μαθόντες διαμνημονεύωμεν Plu.2.404b, τὸν ἐθισμόν Plu.2.83b, cf. <i>Phoc</i>.29, γάμον Aristaenet.1.10.41<br /><b class="num">•</b>c. or. complet. o interr. δ. ὅτι recordar que</i> I.<i>AI</i> 6.89, ἀφ' ἧς ἂν πλευρᾶς ἄρξῃ τὸ [[ἄλφα]] Aen.Tact.31.18<br /><b class="num">•</b>c. part. ἐγὼ [[διαμνημονεύω]] σοφοῦ τινος ἀκούσας recuerdo habérselo escuchado a un sabio</i> Luc.<i>Par</i>.4, en v. pas. οἱ <μὲν> τετελευτηκότες τοῖς ζῶσι διαμνημονεύονται D.S.12.13, c. part. pred. φύσιν ... τοιαύτην ἔχων διαμνημονεύεται X.<i>Cyr</i>.1.2.2<br /><b class="num">•</b>abs. διαμνημονεύοντα οὕτω conservando un recuerdo tal</i> Hdt.3.3, ἐὰν γὰρ διαμνημονεύητε Lys.23.16, καθ' ὅσον ἔχω διαμνημονεύειν en tanto en cuanto yo puedo recordar</i> Hld.3.3.1.<br /><b class="num">2</b> de palabras [[traer a la memoria]], [[mencionar]], [[reproducir]] χαλεπὸν τὴν ἀκρίβειαν αὐτὴν τῶν λεχθέντων διαμνημονεῦσαι ἦν ἐμοί Th.1.22, τὰ μὲν τούτου διαμνημονεύουσιν οἱ πολλοί D.Chr.72.11, τὴν (τοῦ ἔπους) ἀρχήν Plu.<i>Sol</i>.3, λόγους εἰρημένους αὐτοῖς διαμνημονεύουσι Luc.<i>Nigr</i>.7.
}}
}}

Revision as of 12:04, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμνημονεύω Medium diacritics: διαμνημονεύω Low diacritics: διαμνημονεύω Capitals: ΔΙΑΜΝΗΜΟΝΕΥΩ
Transliteration A: diamnēmoneúō Transliteration B: diamnēmoneuō Transliteration C: diamnimoneyo Beta Code: diamnhmoneu/w

English (LSJ)

   A remember distinctly, abs., Hdt.3.3, Lys.23.16, Antipho 5.54; c. gen. pers., Pl.Smp.180c; τι X.Mem.1.3.1, Phld.Mort.30, Plu.Sol.3, etc.:—Pass., διὰ τούτων διαμνημονεύονται D.S.12.13.    2 mention, record, Th.1.22; διαμνημονεύεται ἔχων he is mentioned as having, X.Cyr.1.1.2.    3 call to mind, τι Pl.Epin.976c.

German (Pape)

[Seite 590] ins Gedächtniß zurückrufen, τινί τι, Plat. Epin. 976 c; gedenken, Tim. 22 b; abs., Her. 3, 3; τινός, Plat. conv. 180 c; τί, Xen. Mem. 1, 3, 1; erwähnen, Antiph. 5, 54; Lys. 23, 16; τί, Luc. Nigr. 7; Plut. Sol. 3, 18 u. öfter; διαμνημονεύεται ἔχων, man erwähnt, daß er hat, Xen. Cyr. 1, 2, 2; – Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαμνημονεύω: ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην μου, ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 3, Λυσ. 168. 4˙ τινὸς Πλάτ. Συμπ. 180C˙ τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 1, Πλούτ. Σολ. 3, κτλ. - Παθ., διὰ τούτων διαμνημονεύονται Διόδ. 12. 13. 2) ἀναφέρω, Λατ. commemorare, τι Ἀντιφῶν 135. 37, Θουκ. 1. 22˙ διαμνημονεύεται ἔχων, ἀναφέρεται ὡς ἔχων, Ξεν. Κύρ. 1. 1, 2. ΙΙ. ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην τινός, τινί τι Πλάτ. Ἐπιν. 976C.

French (Bailly abrégé)

I. conserver le souvenir de, se rappeler : τινός, τι qch;
II. rappeler le souvenir :
1 transmettre le souvenir : διαμνημονεύεται ἔχων XÉN c’est une tradition, dont le souvenir se conserve, qu’il avait, etc.
2 rappeler le souvenir, mentionner, acc..
Étymologie: διά, μνημονεύω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. διαμναμ- IG 5(1).932.9 (Laconia)
1 recordar, acordarse de c. gen. pers. ὧν οὐ πάνυ διεμνημόνευε Pl.Smp.180c, οὐδαμοῦ Δημοκρίτου D.L.9.40, c. ac. de cosa τὸ πρόσφορον Pl.Epin.976c, ἃς (προφάσεις) ἀξιῶ καὶ ὑμᾶς διαμνημονεύειν Aeschin.3.203, τούτων δὴ γράψω ὁπόσα ἂν διαμνημονεύσω X.Mem.1.3.1, cf. Antipho 5.54, ὀροφάς τινας Thphr.HP 5.3.7, τὰ δὲ νῦν ἐν βραχεῖ μαθόντες διαμνημονεύωμεν Plu.2.404b, τὸν ἐθισμόν Plu.2.83b, cf. Phoc.29, γάμον Aristaenet.1.10.41
c. or. complet. o interr. δ. ὅτι recordar que I.AI 6.89, ἀφ' ἧς ἂν πλευρᾶς ἄρξῃ τὸ ἄλφα Aen.Tact.31.18
c. part. ἐγὼ διαμνημονεύω σοφοῦ τινος ἀκούσας recuerdo habérselo escuchado a un sabio Luc.Par.4, en v. pas. οἱ <μὲν> τετελευτηκότες τοῖς ζῶσι διαμνημονεύονται D.S.12.13, c. part. pred. φύσιν ... τοιαύτην ἔχων διαμνημονεύεται X.Cyr.1.2.2
abs. διαμνημονεύοντα οὕτω conservando un recuerdo tal Hdt.3.3, ἐὰν γὰρ διαμνημονεύητε Lys.23.16, καθ' ὅσον ἔχω διαμνημονεύειν en tanto en cuanto yo puedo recordar Hld.3.3.1.
2 de palabras traer a la memoria, mencionar, reproducir χαλεπὸν τὴν ἀκρίβειαν αὐτὴν τῶν λεχθέντων διαμνημονεῦσαι ἦν ἐμοί Th.1.22, τὰ μὲν τούτου διαμνημονεύουσιν οἱ πολλοί D.Chr.72.11, τὴν (τοῦ ἔπους) ἀρχήν Plu.Sol.3, λόγους εἰρημένους αὐτοῖς διαμνημονεύουσι Luc.Nigr.7.