γαλεοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(6_7) |
(big3_9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γᾰλεοειδής''': -ές, (γαλεὸς) ἐκ τοῦ εἴδους τῶν καρχαριῶν, οἱ γαλεοειδεῖς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 11, 8· ἀλλ᾽ οἱ γαλεώδεις [[εἶναι]] συνηθέστερον, [[αὐτόθι]] 2. 13, 6., 2. 17, 4, κτλ.· τὰ γαλεώδη [[αὐτόθι]] 2. 13, 6, κ. ἀλλ. | |lstext='''γᾰλεοειδής''': -ές, (γαλεὸς) ἐκ τοῦ εἴδους τῶν καρχαριῶν, οἱ γαλεοειδεῖς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 11, 8· ἀλλ᾽ οἱ γαλεώδεις [[εἶναι]] συνηθέστερον, [[αὐτόθι]] 2. 13, 6., 2. 17, 4, κτλ.· τὰ γαλεώδη [[αὐτόθι]] 2. 13, 6, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -εώδης Arist.<i>HA</i> 505<sup>a</sup>5, Basil.<i>Hex</i>.7.2<br />ict. [[de la naturaleza de los escualos]] subst. τὰ γαλεοειδῆ los escualos</i> Arist.<i>HA</i> l.c., 565<sup>a</sup>20, Basil.l.c. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
ές, (
A γαλεός 1) of the shark kind, οἱ γ. Arist.HA565a20:—more usu. γᾰλεο-ώδης ib.505a5, al.
German (Pape)
[Seite 471] ές. = γαλεώδης, Arist. H. A. 6, 10.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλεοειδής: -ές, (γαλεὸς) ἐκ τοῦ εἴδους τῶν καρχαριῶν, οἱ γαλεοειδεῖς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 11, 8· ἀλλ᾽ οἱ γαλεώδεις εἶναι συνηθέστερον, αὐτόθι 2. 13, 6., 2. 17, 4, κτλ.· τὰ γαλεώδη αὐτόθι 2. 13, 6, κ. ἀλλ.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): -εώδης Arist.HA 505a5, Basil.Hex.7.2
ict. de la naturaleza de los escualos subst. τὰ γαλεοειδῆ los escualos Arist.HA l.c., 565a20, Basil.l.c.