ἀπεμφαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(6_20)
(big3_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπεμφαίνω''': παρουσιάζω διάφορον ἐξωτερικόν, εἶμαι [[ἀνάρμοστος]], Πολύβ. 6. 47, 10· ἐπὶ στίχων, ἐσφαλμένος κατὰ τὸ [[μέτρον]], Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. Ἐντεῦθεν, ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. ἀπεμφαινόντως, οὐχὶ ἁρμοδίως, Ὠριγέν.
|lstext='''ἀπεμφαίνω''': παρουσιάζω διάφορον ἐξωτερικόν, εἶμαι [[ἀνάρμοστος]], Πολύβ. 6. 47, 10· ἐπὶ στίχων, ἐσφαλμένος κατὰ τὸ [[μέτρον]], Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. Ἐντεῦθεν, ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. ἀπεμφαινόντως, οὐχὶ ἁρμοδίως, Ὠριγέν.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[ser absurdo o incongruente]] en ref. a lo lógico ἡ σύγκρισις τῶν ἀψύχων τοῖς ἐμψύχοις Plb.6.47.10, ὃ καὶ αὐτὸ τῶν ἀπεμφαινόντων S.E.<i>M</i>.10.33, cf. <i>P</i>.3.112, Origenes <i>Io</i>.2.15, Didym.M.39.1672A, τὸ γὰρ ἐν τοῖς μύθοις ἀπεμφαῖνον Iul.<i>Or</i>.7.217C, τῶν ἀπεμφαινόντων θρήνων Marin.<i>Procl</i>.33<br /><b class="num">•</b>esp. en la forma ἀπεμφαῖνον es absurdo</i> Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.51, Str.8.3.17, A.D.<i>Synt</i>.47.8, Dam.<i>Pr</i>.229.<br /><b class="num">2</b> [[apartarse de lo normal]], [[discrepar]], [[ser defectuoso]], [[diferir]] en ref. a la norma παραστῆσαι δὲ [[αὐτοῦ]] τὴν δύναμιν καὶ διὰ τῶν ἀπεμφαινόντων θέλοντες queriendo demostrar su poder también por defectos</i> Corn.<i>ND</i> 16, c. gen. τὸ ζῶον οὐ πολὺ ἀπεμφαῖνον ἀετοῦ Hippol.<i>Haer</i>.4.46, cf. Dion.Ar.<i>CH</i> M.3.357C<br /><b class="num">•</b>en gram. y métr. [[ser irregular o defectuoso]] οὐκ ἀπεμφαίνει ὁ λόγος A.D.<i>Pron</i>.112.14, τὰ τοῦ τόνου ἀπεμφαίνοντα A.D.<i>Synt</i>.324.23, de versos, Aristid.Quint.52.4, Mar.Vict.p.105, 106, Rufinus 6.559.25.<br /><b class="num">II</b> tr. [[mostrar]], [[esclarecer]], [[aclarar]] ἀλαζονείαν διὰ προσώπων Malch.p.397 Dindorf<br /><b class="num">•</b>abs. οὐ τοῦ ἀπεμφαίνοντος ὀνόματος [συ] νταττομένου Demetr.Lac.52<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἵν' ἡ σύνθετος ἀπεμφαίνοιτο A.D.<i>Pron</i>.46.1, ἀναμφιβόλως ἀπεμφάνθη ἡ [[ἀρετή]] Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.681B.
}}
}}

Revision as of 12:05, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεμφαίνω Medium diacritics: ἀπεμφαίνω Low diacritics: απεμφαίνω Capitals: ΑΠΕΜΦΑΙΝΩ
Transliteration A: apemphaínō Transliteration B: apemphainō Transliteration C: apemfaino Beta Code: a)pemfai/nw

English (LSJ)

   A to be incongruous, inconsistent, Plb.6.47.10, A.D. Synt.324.23; ἀπεμφαῖνον incongruous, Stoic.2.51, Str.8.3.17, Jul.Or. 7.217c, Dam.Pr.229; to be absurd, A.D.Synt.47.8, S.E.P.3.112; -οντες θρῆνοι discordant, Marin.Procl.33; of verses faulty in metre, Aristid.Quint.1.28; τοῦ ἀπεμφαίνοντος ὀνόματος of a word similar in meaning but different in form (?), Demetr.Lac.Herc.1012.74:—Pass., to be distinguished, A.D.Pron.46.1.    II display, ἀλαζονείαν . . διὰ τῶν προσώπων Malch.p.397 D.

German (Pape)

[Seite 286] unähnlich, unangemessen sein, ἀπεμφαίνουσα σύγκρισις Poll. 6, 47; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεμφαίνω: παρουσιάζω διάφορον ἐξωτερικόν, εἶμαι ἀνάρμοστος, Πολύβ. 6. 47, 10· ἐπὶ στίχων, ἐσφαλμένος κατὰ τὸ μέτρον, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. Ἐντεῦθεν, ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. ἀπεμφαινόντως, οὐχὶ ἁρμοδίως, Ὠριγέν.

Spanish (DGE)

I intr.
1 ser absurdo o incongruente en ref. a lo lógico ἡ σύγκρισις τῶν ἀψύχων τοῖς ἐμψύχοις Plb.6.47.10, ὃ καὶ αὐτὸ τῶν ἀπεμφαινόντων S.E.M.10.33, cf. P.3.112, Origenes Io.2.15, Didym.M.39.1672A, τὸ γὰρ ἐν τοῖς μύθοις ἀπεμφαῖνον Iul.Or.7.217C, τῶν ἀπεμφαινόντων θρήνων Marin.Procl.33
esp. en la forma ἀπεμφαῖνον es absurdo Chrysipp.Stoic.2.51, Str.8.3.17, A.D.Synt.47.8, Dam.Pr.229.
2 apartarse de lo normal, discrepar, ser defectuoso, diferir en ref. a la norma παραστῆσαι δὲ αὐτοῦ τὴν δύναμιν καὶ διὰ τῶν ἀπεμφαινόντων θέλοντες queriendo demostrar su poder también por defectos Corn.ND 16, c. gen. τὸ ζῶον οὐ πολὺ ἀπεμφαῖνον ἀετοῦ Hippol.Haer.4.46, cf. Dion.Ar.CH M.3.357C
en gram. y métr. ser irregular o defectuoso οὐκ ἀπεμφαίνει ὁ λόγος A.D.Pron.112.14, τὰ τοῦ τόνου ἀπεμφαίνοντα A.D.Synt.324.23, de versos, Aristid.Quint.52.4, Mar.Vict.p.105, 106, Rufinus 6.559.25.
II tr. mostrar, esclarecer, aclarar ἀλαζονείαν διὰ προσώπων Malch.p.397 Dindorf
abs. οὐ τοῦ ἀπεμφαίνοντος ὀνόματος [συ] νταττομένου Demetr.Lac.52
en v. pas. ἵν' ἡ σύνθετος ἀπεμφαίνοιτο A.D.Pron.46.1, ἀναμφιβόλως ἀπεμφάνθη ἡ ἀρετή Isid.Pel.Ep.M.78.681B.