ἀφροσιβόμβαξ: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(6_14) |
(big3_8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφροσιβόμβαξ''': ὁ, [[ἄνθρωπος]] [[ἄφρων]] καὶ [[μάταιος]], φανταζόμενος ἑαυτὸν μέγα τι καὶ ἀλαζονευόμενος. Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 126. Ἐν. τῷ Θησ. Στεφ. γράφεται, ἀφροσιβόμβυξ, υκος. | |lstext='''ἀφροσιβόμβαξ''': ὁ, [[ἄνθρωπος]] [[ἄφρων]] καὶ [[μάταιος]], φανταζόμενος ἑαυτὸν μέγα τι καὶ ἀλαζονευόμενος. Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 126. Ἐν. τῷ Θησ. Στεφ. γράφεται, ἀφροσιβόμβυξ, υκος. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀφροσῐβόμβαξ) -ακος, ὁ<br />[[bocazas]], [[fanfarrón]] v.l. en Timo <i>SHell</i>.803. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 21 August 2017
English (LSJ)
ακος, ὁ,
A puffing, bustling fellow, Timo 29.
German (Pape)
[Seite 415] (ἄφρων), der alberne Wichtigthuer, Timon. bei D. L. 2, 126, v. l. ἀφρασιβόμβαξ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφροσιβόμβαξ: ὁ, ἄνθρωπος ἄφρων καὶ μάταιος, φανταζόμενος ἑαυτὸν μέγα τι καὶ ἀλαζονευόμενος. Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 126. Ἐν. τῷ Θησ. Στεφ. γράφεται, ἀφροσιβόμβυξ, υκος.
Spanish (DGE)
(ἀφροσῐβόμβαξ) -ακος, ὁ
bocazas, fanfarrón v.l. en Timo SHell.803.