ἀναστήλωσις: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
(6_8)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναστήλωσις''': -εως, ἡ, [[ἀνέγερσις]] μνημείου ἢ εἰκόνος, Πτολεμ. παρὰ Φωτ. 190· ‒ ἡ [[ἀναστήλωσις]] τῶν σεπτῶν εἰκόνων, ἡ [[μετὰ]] τὸν διωγμὸν τῶν εἰκονοκλαστῶν γενομένη αὐτῶν [[ἀναστήλωσις]], Ἐκκλ.
|lstext='''ἀναστήλωσις''': -εως, ἡ, [[ἀνέγερσις]] μνημείου ἢ εἰκόνος, Πτολεμ. παρὰ Φωτ. 190· ‒ ἡ [[ἀναστήλωσις]] τῶν σεπτῶν εἰκόνων, ἡ [[μετὰ]] τὸν διωγμὸν τῶν εἰκονοκλαστῶν γενομένη αὐτῶν [[ἀναστήλωσις]], Ἐκκλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ [[monumento]] τοῦ λέοντος Ptol.Chenn.p.21.5.
}}
}}

Revision as of 12:07, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστήλωσις Medium diacritics: ἀναστήλωσις Low diacritics: αναστήλωσις Capitals: ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΙΣ
Transliteration A: anastḗlōsis Transliteration B: anastēlōsis Transliteration C: anastilosis Beta Code: a)nasth/lwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A setting up of a monument, Ptol.Heph. ap. Phot.Bibl.p.147B.

German (Pape)

[Seite 209] ἡ, das Aufstellen als Denkmal, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστήλωσις: -εως, ἡ, ἀνέγερσις μνημείου ἢ εἰκόνος, Πτολεμ. παρὰ Φωτ. 190· ‒ ἡ ἀναστήλωσις τῶν σεπτῶν εἰκόνων, ἡ μετὰ τὸν διωγμὸν τῶν εἰκονοκλαστῶν γενομένη αὐτῶν ἀναστήλωσις, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ monumento τοῦ λέοντος Ptol.Chenn.p.21.5.