ἀποσοβητής: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(6_19) |
(big3_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσοβητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐκφοβῶν, ὁ ἀπελαύνων, ὁ ἀποτρέπων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 359, κτλ: ― [[ὡσαύτως]], -ητήρ, -ῆρος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ξ. 531: ― ῥηματ. ἐπίθ. -ητέον, πρέπει τις νὰ ἀποδιώξῃ, νὰ ἀπορρίψῃ, διάφ. γραφ. ἐν Φρυνίχ. 323 Λοβ.: ― [[ὡσαύτως]] -ητήριος, α, ον, ὁ ἀπελαύνων, ὁ ἀποτρέπων, ὁ ἀποδιώκων, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀλεξητήριος]]: ― καὶ ἀποσοβητικός, ή, όν, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 9. 143. | |lstext='''ἀποσοβητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐκφοβῶν, ὁ ἀπελαύνων, ὁ ἀποτρέπων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 359, κτλ: ― [[ὡσαύτως]], -ητήρ, -ῆρος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ξ. 531: ― ῥηματ. ἐπίθ. -ητέον, πρέπει τις νὰ ἀποδιώξῃ, νὰ ἀπορρίψῃ, διάφ. γραφ. ἐν Φρυνίχ. 323 Λοβ.: ― [[ὡσαύτως]] -ητήριος, α, ον, ὁ ἀπελαύνων, ὁ ἀποτρέπων, ὁ ἀποδιώκων, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀλεξητήριος]]: ― καὶ ἀποσοβητικός, ή, όν, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 9. 143. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[ahuyentador]] τῶν κακῶν Sch.A.<i>Th</i>.8j, cf. Sch.Ar.<i>Pl</i>.359. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 21 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = -ητήρ, Sch.Ar.Pl.359.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσοβητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκφοβῶν, ὁ ἀπελαύνων, ὁ ἀποτρέπων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 359, κτλ: ― ὡσαύτως, -ητήρ, -ῆρος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ξ. 531: ― ῥηματ. ἐπίθ. -ητέον, πρέπει τις νὰ ἀποδιώξῃ, νὰ ἀπορρίψῃ, διάφ. γραφ. ἐν Φρυνίχ. 323 Λοβ.: ― ὡσαύτως -ητήριος, α, ον, ὁ ἀπελαύνων, ὁ ἀποτρέπων, ὁ ἀποδιώκων, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀλεξητήριος: ― καὶ ἀποσοβητικός, ή, όν, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 9. 143.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
ahuyentador τῶν κακῶν Sch.A.Th.8j, cf. Sch.Ar.Pl.359.