ἀνεύθυντος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(6_18)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεύθυντος''': -ον, ὁ μὴ [[εὐθυντός]], ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα, δηλ. τὰ μὴ ἐξ εὐθύτητος εἰς περιφέρειαν μεταβαλλόμενα καὶ τὰ μὴ ἐκ περιφερείας εἰς εὐθύτητα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8.
|lstext='''ἀνεύθυντος''': -ον, ὁ μὴ [[εὐθυντός]], ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα, δηλ. τὰ μὴ ἐξ εὐθύτητος εἰς περιφέρειαν μεταβαλλόμενα καὶ τὰ μὴ ἐκ περιφερείας εἰς εὐθύτητα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede ser enderezado]], [[rígido]]de cosas como el ladrillo y la piedra ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα Arist.<i>Mete</i>.386<sup>a</sup>8.
}}
}}

Revision as of 12:09, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεύθυντος Medium diacritics: ἀνεύθυντος Low diacritics: ανεύθυντος Capitals: ΑΝΕΥΘΥΝΤΟΣ
Transliteration A: aneúthyntos Transliteration B: aneuthyntos Transliteration C: aneythyntos Beta Code: a)neu/quntos

English (LSJ)

ον,

   A which cannot be straightened, Arist.Mete.386a8.

German (Pape)

[Seite 227] nicht gerade gemacht, ungerade, Arist. meteor. 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεύθυντος: -ον, ὁ μὴ εὐθυντός, ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα, δηλ. τὰ μὴ ἐξ εὐθύτητος εἰς περιφέρειαν μεταβαλλόμενα καὶ τὰ μὴ ἐκ περιφερείας εἰς εὐθύτητα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8.

Spanish (DGE)

-ον
que no puede ser enderezado, rígidode cosas como el ladrillo y la piedra ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα Arist.Mete.386a8.