rígido
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Spanish > Greek
ἀπόκροτος, αὐτοπαγής, δύσκαμπτος, δυσκαμπής, δύσλυτος, ἄτροπος, ἀστραβής, ἀστεργής, δύσεικτος, ἀνεύθυντος, ἀκαμπής, ἀπαρέγκλιτος, ἄστρεπτος, ἀδιάστροφος, ἀντίτυπος, ἄκαμπτος, ἀκατάκλαστος, ἀστραφής, αὐθέκαστος, ἀνένδοτος