αἰτιολογητέον: Difference between revisions
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
(6_20) |
(big3_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰτιολογητέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει νὰ ἀναζητήσῃ τις τὰς αἰτίας, νὰ δικαιολογήσῃ, νὰ αἰτιολογήσῃ τὸ [[πρᾶγμα]], Διογ. Λ. 10. 80. | |lstext='''αἰτιολογητέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει νὰ ἀναζητήσῃ τις τὰς αἰτίας, νὰ δικαιολογήσῃ, νὰ αἰτιολογήσῃ τὸ [[πρᾶγμα]], Διογ. Λ. 10. 80. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[hay que indagar las causas]] ὑπὲρ τῶν μετεώρων Epicur.<i>Ep</i>.[2] 80. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 21 August 2017
English (LSJ)
verb. Adj.
A one must investigate causes, Epicur.Ep.1p.29U.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτιολογητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει νὰ ἀναζητήσῃ τις τὰς αἰτίας, νὰ δικαιολογήσῃ, νὰ αἰτιολογήσῃ τὸ πρᾶγμα, Διογ. Λ. 10. 80.
Spanish (DGE)
hay que indagar las causas ὑπὲρ τῶν μετεώρων Epicur.Ep.[2] 80.