ἀκύλιστος: Difference between revisions
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
(6_18) |
(big3_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκύλιστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυλίσῃ [[τῇδε]] κἀκεῖσαι: μεταφ. [[κραδίη]] ἀκ., ἄτρομος καρδία, Τίμων παρ’ Ἀθην. 162F. ΙΙ. περὶ Πρωταγόρου, οὐκ. ἀκ. οὐχὶ [[ἄνευ]] εὐστροφρίας γλώσσης, ἢ εὐτραπελίας, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 57. | |lstext='''ἀκύλιστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυλίσῃ [[τῇδε]] κἀκεῖσαι: μεταφ. [[κραδίη]] ἀκ., ἄτρομος καρδία, Τίμων παρ’ Ἀθην. 162F. ΙΙ. περὶ Πρωταγόρου, οὐκ. ἀκ. οὐχὶ [[ἄνευ]] εὐστροφρίας γλώσσης, ἢ εὐτραπελίας, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 57. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[inamovible]] κραδίη Timo <i>SHell</i>.790, de Protágoras, Timo <i>SHell</i>.779. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be rolled about: metaph., κραδίη ἀ. an undaunted heart, Timo 16. II of Protagoras, οὐκ ἀ. not without volubility or versatility, Id.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκύλιστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυλίσῃ τῇδε κἀκεῖσαι: μεταφ. κραδίη ἀκ., ἄτρομος καρδία, Τίμων παρ’ Ἀθην. 162F. ΙΙ. περὶ Πρωταγόρου, οὐκ. ἀκ. οὐχὶ ἄνευ εὐστροφρίας γλώσσης, ἢ εὐτραπελίας, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 57.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
inamovible κραδίη Timo SHell.790, de Protágoras, Timo SHell.779.