ἄκλοπος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_18)
(big3_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκλοπος''': -ον, ὁ μὴ κλαπείς, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δελεασμὸν ἢ ἀποπλάνησιν, ὁ αὐτ. ΙΙΙ. ὁ μὴ λάθρᾳ ὑποκεκρυμμένος, [[ἄγκιστρον]], Ὀππ. Ἁλ. 3. 532.
|lstext='''ἄκλοπος''': -ον, ὁ μὴ κλαπείς, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δελεασμὸν ἢ ἀποπλάνησιν, ὁ αὐτ. ΙΙΙ. ὁ μὴ λάθρᾳ ὑποκεκρυμμένος, [[ἄγκιστρον]], Ὀππ. Ἁλ. 3. 532.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no roba]], [[íntegro]], [[no ladrón]] Serapio en <i>Cat.Cod.Astr</i>.1.100, Gr.Naz.M.37.1478.<br /><b class="num">2</b> [[que no puede robarse]], [[seguro]] λόγος ... κτέαρ ἄ. Gr.Naz.M.37.1533, φρένας [[ἄκλοπος]] Gr.Naz.M.37.1307.<br /><b class="num">II</b> [[no furtivo]], [[no oculto]] (ἄγκιστρον) γυμνόν τε καὶ ἄκλοπον Opp.<i>H</i>.3.532.
}}
}}

Revision as of 12:10, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκλοπος Medium diacritics: ἄκλοπος Low diacritics: άκλοπος Capitals: ΑΚΛΟΠΟΣ
Transliteration A: áklopos Transliteration B: aklopos Transliteration C: aklopos Beta Code: a)/klopos

English (LSJ)

ον,

   A not guilty of peculation, Cat.Cod.Astr.1.100 (V A. D.).    II not furtively concealed, ἄγκιστρον Opp.H.3.532.

German (Pape)

[Seite 74] unverstohlen, unversteckt, ἄγκιστρον Opp. H. 3, 532; – nicht gestohlen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκλοπος: -ον, ὁ μὴ κλαπείς, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δελεασμὸν ἢ ἀποπλάνησιν, ὁ αὐτ. ΙΙΙ. ὁ μὴ λάθρᾳ ὑποκεκρυμμένος, ἄγκιστρον, Ὀππ. Ἁλ. 3. 532.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no roba, íntegro, no ladrón Serapio en Cat.Cod.Astr.1.100, Gr.Naz.M.37.1478.
2 que no puede robarse, seguro λόγος ... κτέαρ ἄ. Gr.Naz.M.37.1533, φρένας ἄκλοπος Gr.Naz.M.37.1307.
II no furtivo, no oculto (ἄγκιστρον) γυμνόν τε καὶ ἄκλοπον Opp.H.3.532.