ἀνδρύνομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(big3_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδρύνομαι''': ἀνδρόομαι, ἀνδρυνθεὶς δὲ τὴν φρένα Παλλάδ. βί. Ἰω. Χρυσ. σ. 40. 23. | |lstext='''ἀνδρύνομαι''': ἀνδρόομαι, ἀνδρυνθεὶς δὲ τὴν φρένα Παλλάδ. βί. Ἰω. Χρυσ. σ. 40. 23. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[hacerse hombre]] ἀνδρυνθεὶς δὲ τὴν φρένα Pall.<i>V.Chrys</i>.5(M.47.18), ἀνδρυνθέντος δὲ [[αὐτοῦ]] τὸν χαρακτῆρα Ps.Callisth.1.13B. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
German (Pape)
[Seite 219] nach VLL. dasselbe, aber zw. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρύνομαι: ἀνδρόομαι, ἀνδρυνθεὶς δὲ τὴν φρένα Παλλάδ. βί. Ἰω. Χρυσ. σ. 40. 23.
Spanish (DGE)
hacerse hombre ἀνδρυνθεὶς δὲ τὴν φρένα Pall.V.Chrys.5(M.47.18), ἀνδρυνθέντος δὲ αὐτοῦ τὸν χαρακτῆρα Ps.Callisth.1.13B.